shrink

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 20:14, 14 Φεβρουαρίου 2014 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (ενημέρωση των interwikis, προσθήκη hy)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρήμα

shrink (en)

  1. (μεταβατικό) συρρικνώνω
  2. (αμετάβατο) συρρικνώνομαι
  3. προσπαθώ να αποφύγω μια δουλειά