shrink
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
shrink | shrinks |
shrink (en)
Ρήμα
ενεστώτας | shrink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shrinks |
αόριστος | shrunk, shrank |
παθητική μετοχή | shrunk, shrunken |
ενεργητική μετοχή | shrinking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shrink (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μπαίνω, για ρούχα, γίνονται μικρότερα, ειδικά όταν πλένονται σε νερό που είναι πολύ ζεστό
- ⮡ This material doesn’t shrink in the wash.
- Αυτό το ύφασμα δεν μπαίνει στο πλύσιμο.
- ⮡ This material doesn’t shrink in the wash.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συρρικνώνω, ελαττώνω, γίνομαι ή κάνω κάτι μικρότερο σε μέγεθος ή ποσότητα
Συγγενικά
Πηγές
- shrink (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- shrink (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 568, 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπαίνω, συρρικνώνομαι