rock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Δείτε επίσης: Rock
      ενικός         πληθυντικός  
rock rocks

Ουσιαστικό

rock (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο βράχος, το σκληρό στερεό υλικό που αποτελεί μέρος της επιφάνειας της γης και ορισμένων άλλων πλανητών
    ⮡  a house built on rock - σπίτι χτισμένο σε βράχο
  2. ο βράχος, μια μάζα βράχου που υψώνεται πάνω από την επιφάνεια της γης ή στη θάλασσα
    ⮡  The ship was tossed on the rocks.
    Το πλοίο έπεσε στα βράχια.
  3. ο βράχος
    ⮡  Danger! Falling rocks!
    Κίνδυνος! Πτώση βράχων!
  4. (αμερικανική σημασία) η πέτρα
    ⮡  The street is full of rocks.
    Ο δρόμος είναι γεμάτος πέτρες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stone
  5. (μη μετρήσιμο, μουσική) το ροκ
    ⮡  rock music - ροκ μουσική

Παράγωγα

Πηγές



Προφορά

 

Ουσιαστικό

rock (fr) αρσενικό