piscis
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- piscis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pisḱ-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piscis (la) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- piscaria
- piscarius
- piscatio
- piscator
- piscatorius
- piscatrix
- piscatura
- piscatus
- piscicapus
- piscina
- piscinarius
- piscinensis
- piscor
- piscosus
- pisculentum
- pisculentus
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piscis | piscēs |
γενική | piscis | piscium |
δοτική | piscī | piscibus |
αιτιατική | piscem | piscēs/piscīs |
κλητική | piscis | piscēs |
αφαιρετική | pisce | piscibus |