πισίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πισινά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πισίνα οι πισίνες
      γενική της πισίνας
    αιτιατική την πισίνα τις πισίνες
     κλητική πισίνα πισίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Για τη γενική πληθυντικού, δείτε τις Σημειώσεις.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πισίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική piscina < λατινική piscina < piscis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pisḱ-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /piˈsi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐σί‐να
τονικό παρώνυμο: πισινά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πισίνα θηλυκό

  • δεξαμενή με νερό, κατάλληλη για κολύμβηση
    ⮡  Πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων στο νέο δημοτικό κολυμβητήριο!
    ⮡  Η νέα νομοθεσία θεωρεί φορολογικό τεκμήριο την κατοχή ιδιωτικής πισίνας.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Απαντά και η γενική πληθυντικού πισινών αλλά και πισίνων, για να μην υπάρχει μπέρδεμα με τη λέξη πισινός! (βλ. Αυξημένα τεκμήρια για τους κατόχους μεγάλων πισινών)
    • Ο ίδιος, πάντως όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε η καταγραφή και εάν όντως έχουν κληθεί οι ιδιοκτήτες των κρυφών αυτών πισίνων στο ΣΔΟΕ για έλεγχο. (Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη η γενική των πισίνων, χρησιμοποιείται από τους ομιλητές και γράφοντες για λόγους προφύλαξης, αντί του ορθού πισινών). (*)
    • Σημειώνεται ότι με τροπολογία που είχε περιληφθεί στο πολυνομοσχέδιο προβλέπονταν η επιβολή έκτακτης εισφοράς 5-10% μεταξύ άλλων σε κατόχους ΙΧ αυτοκινήτων καθώς και σκαφών αναψυχής, πισινών κ.ά. (*)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]