lay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Επίθετο
παραθετικά | |
θετικός | lay |
συγκριτικός | more lay |
υπερθετικός | most lay |
lay (en)
- που δεν είναι επαγγελματίας
- λαϊκός (όχι κληρικός)
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
lay | lays |
lay (en)
- διάταξη, οργάνωση
Ρήμα
ενεστώτας | lay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lays |
αόριστος | laid |
παθητική μετοχή | laid |
ενεργητική μετοχή | laying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
lay (en)
- (μεταβατικό) βάζω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση, ειδικά όταν γίνεται απαλά ή προσεκτικά
- (μεταβατικό) στρώνω, απλώνω κάτι σε κάτι, καλύπτω κάτι με ένα στρώμα από κάτι
- ⮡ They laid papers on the floor in order to paint the walls.
- Έστρωσαν στο πάτωμα χαρτιά για να βάψουν τους τοίχους.
- ⮡ They laid papers on the floor in order to paint the walls.
- (μεταβατικό) καταθέτω, τοποθετώ κάτι κάτω, ειδικά στο πάτωμα, έτοιμο για χρήση
- ⮡ The director laid the foundation stone of the new hospital.
- Ο διευθυντής κατάθεσε το θεμέλιο λίθο του νέου νοσοκομείου.
- ⮡ The director laid the foundation stone of the new hospital.
Εκφράσεις
Ρηματικός τύπος
lay (en)
Δείτε επίσης
Πηγές
- lay - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 422. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, καταθέτω