exercise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
exercise exercises

exercise (en)

  1. η σχολική άσκηση
  2. η σωματική άσκηση, η προπόνηση
    ⮡  I ate after my exercise.
    Έφαγα μετά την προπόνησή μου.
     συνώνυμα: workout

Ρήμα

ενεστώτας exercise
γ΄ ενικό ενεστώτα exercises
αόριστος exercised
παθητική μετοχή exercised
ενεργητική μετοχή exercising

exercise (en)

  1. (μεταβατικό) γυμνάζω
    ⮡  It exercises your ab muscles.
    Γυμνάζει τους κοιλιακούς μύες σου.
     συνώνυμα: work out
  2. (αμετάβατο) γυμνάζομαι
    ⮡  How often should I exercise?
    Πόσο συχνά θα πρέπει να γυμνάζομαι;
     συνώνυμα: work out
  3. ασκώ
    ⮡  to exercise one's right to… - ασκώ το δικαίωμά μου να…
     συνώνυμα: exert