exercise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exercise exercises

exercise (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η προπόνηση, η άθληση, σωματικές ή πνευματικές ασκήσεις που κάνω για να παραμείνω υγιής ή να γίνω πιο δυνατός
    ⮡  I ate after my exercise.
    Έφαγα μετά την προπόνησή μου.
    ⮡  The combination of correct nutrition and exercise contributes to maintaining one’s health.
    Ο συνδυασμός της σωστής διατροφής και της άθλησης συντελεί στη διατήρηση της υγείας.
     συνώνυμα: workout
  2. (μετρήσιμο) η άσκηση, ένα σύνολο κινήσεων ή δραστηριοτήτων που κάνω για να παραμείνω υγιής ή να αναπτύξω μια δεξιότητα
    ⮡  mental exercises - πνευματικές ασκήσεις
    ⮡  leg and glute exercises - ασκήσεις για τα πόδια και τους γλουτούς
    ⮡  Walking is a good exercise.
    Η πεζοπορία είναι καλή άσκηση.
  3. (μετρήσιμο) η σχολική άσκηση, ένα σύνολο ερωτήσεων σε ένα βιβλίο που εξετάζει τις γνώσεις μου ή εξασκεί μια δεξιότητα
    ⮡  written/oral exercises - γραπτές/προφορικές ασκήσεις
    ⮡  an exercise book/a book of exercises - τετράδιο ασκήσεων
  4. (μη μετρήσιμο) η άσκηση, η ενάσκηση, η χρήση της δύναμης, μιας δεξιότητας ή ενός δικαιώματος για να κάνω κάτι να συμβεί
    ⮡  the exercise of patience/the imagination - η άσκηση της υπομονής/φαντασίας
    ⮡  in the exercise of my duties - κατά την άσκηση/ενάσκηση των καθηκόντων μου
  5. (συνήθως πληθυντικός) τα γυμνάσια, στρατιωτικές ασκήσεις
    ⮡  NATO exercises - γυμνάσια του ΝΑΤΟ
    ⮡  the fleet’s large scale exercises - μεγάλα γυμνάσια του στόλου
    ⮡  combat exercises - ασκήσεις μάχης
    ⮡  joint exercises - μικτές ασκήσεις
ενεστώτας exercise
γ΄ ενικό ενεστώτα exercises
αόριστος exercised
παθητική μετοχή exercised
ενεργητική μετοχή exercising

exercise (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυμνάζομαι, ασκούμαι, κάνω γυμναστική ή άλλες σωματικές δραστηριότητες για να είμαι υγιής ή να γίνω πιο δυνατός· γυμνάζω, βάζω ένα ζώο να το κάνει αυτό
    ⮡  How often should I exercise?
    Πόσο συχνά θα πρέπει να γυμνάζομαι;
    ⮡  I think you don’t exercise enough.
    Νομίζω ότι δε γυμνάζεσαι/ασκείσαι αρκετά.
    ⮡  We exercise every morning.
    Κάνουμε γυμναστική κάθε πρωί.
    ⮡  I exercise a horse.
    Γυμνάζω ένα άλογο.
     συνώνυμα:  practice, train και work out
  2. (μεταβατικό) γυμνάζω, δίνω σε ένα μέρος του σώματος την κίνηση και τη δραστηριότητα που χρειάζεται για να παραμείνει δυνατό και υγιές
    ⮡  It exercises your ab muscles.
    Γυμνάζει τους κοιλιακούς μύες σου.
     συνώνυμα:  train και work
  3. (μεταβατικό, επίσημο) ασκώ, εξασκώ, χρησιμοποιώ τη δύναμη, τα δικαιώματα ή τις προσωπικές μου ιδιότητες για να πετύχω κάτι
    ⮡  I am exercising my right to…
    Ασκώ το δικαίωμά μου να…
    ⮡  I exercise my rights/influence.
    Εξασκώ τα δικαιώματά/επιρροή μου.
    ⮡  You must exercise all of your patience.
    Πρέπει να χρησιμοποιήσεις όλη σου την υπομονή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη use
  4. (συνήθως στην παθητική φωνή, επίσημο) απασχολώ, ανησυχώ, είμαι πολύ ανήσυχος για κάτι
    ⮡  This problem is exercising our minds a lot at this moment.
    Το πρόβλημα αυτό μας απασχολεί πολύ αυτή τη στιγμή.
    ⮡  I am exercising over his health/about the future.
    Ανησυχώ για την υγεία του/για το μέλλον.