exercise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exercise | exercises |
exercise (en)
- (μη μετρήσιμο) η προπόνηση, η άθληση, σωματικές ή πνευματικές ασκήσεις που κάνω για να παραμείνω υγιής ή να γίνω πιο δυνατός
- (μετρήσιμο) η άσκηση, ένα σύνολο κινήσεων ή δραστηριοτήτων που κάνω για να παραμείνω υγιής ή να αναπτύξω μια δεξιότητα
- ⮡ mental exercises - πνευματικές ασκήσεις
- ⮡ leg and glute exercises - ασκήσεις για τα πόδια και τους γλουτούς
- ⮡ Walking is a good exercise.
- Η πεζοπορία είναι καλή άσκηση.
- (μετρήσιμο) η σχολική άσκηση, ένα σύνολο ερωτήσεων σε ένα βιβλίο που εξετάζει τις γνώσεις μου ή εξασκεί μια δεξιότητα
- ⮡ written/oral exercises - γραπτές/προφορικές ασκήσεις
- ⮡ an exercise book/a book of exercises - τετράδιο ασκήσεων
- (μη μετρήσιμο) η άσκηση, η ενάσκηση, η χρήση της δύναμης, μιας δεξιότητας ή ενός δικαιώματος για να κάνω κάτι να συμβεί
- ⮡ the exercise of patience/the imagination - η άσκηση της υπομονής/φαντασίας
- ⮡ in the exercise of my duties - κατά την άσκηση/ενάσκηση των καθηκόντων μου
- (συνήθως πληθυντικός) τα γυμνάσια, στρατιωτικές ασκήσεις
- ⮡ NATO exercises - γυμνάσια του ΝΑΤΟ
- ⮡ the fleet’s large scale exercises - μεγάλα γυμνάσια του στόλου
- ⮡ combat exercises - ασκήσεις μάχης
- ⮡ joint exercises - μικτές ασκήσεις
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | exercise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exercises |
αόριστος | exercised |
παθητική μετοχή | exercised |
ενεργητική μετοχή | exercising |
exercise (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γυμνάζομαι, ασκούμαι, κάνω γυμναστική ή άλλες σωματικές δραστηριότητες για να είμαι υγιής ή να γίνω πιο δυνατός· γυμνάζω, βάζω ένα ζώο να το κάνει αυτό
- (μεταβατικό) γυμνάζω, δίνω σε ένα μέρος του σώματος την κίνηση και τη δραστηριότητα που χρειάζεται για να παραμείνει δυνατό και υγιές
- (μεταβατικό, επίσημο) ασκώ, εξασκώ, χρησιμοποιώ τη δύναμη, τα δικαιώματα ή τις προσωπικές μου ιδιότητες για να πετύχω κάτι
- (συνήθως στην παθητική φωνή, επίσημο) απασχολώ, ανησυχώ, είμαι πολύ ανήσυχος για κάτι
- ⮡ This problem is exercising our minds a lot at this moment.
- Το πρόβλημα αυτό μας απασχολεί πολύ αυτή τη στιγμή.
- ⮡ I am exercising over his health/about the future.
- Ανησυχώ για την υγεία του/για το μέλλον.
- ⮡ This problem is exercising our minds a lot at this moment.
Πηγές
[επεξεργασία]- exercise (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- exercise (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 130-131, 201. ISBN 9780194325684., λήμμα: άσκηση, γυμνάζω