cosse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ετυμολογία

cosse < δημώδης λατινική °coccia < cochlea
cosse < cossard

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cosse cosses

cosse (fr) θηλυκό

  1. η φλούδα ενός οσπρίου, το περικάρπιο
  2. μεταλλικός δακτύλιος, στην άκρη ηλεκτρικού αγωγού, που χρησιμεύει στη στερέωσή του σε άλλους αγωγούς

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cosse cosses

cosse (fr) θηλυκό

Παράγωγα