cosse

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 07:58, 15 Δεκεμβρίου 2019 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (+παράγωγα Ουσ.2)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cosse < δημώδης λατινική °coccia < cochlea
cosse < cossard

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cosse cosses

cosse (fr) θηλυκό

  1. η φλούδα ενός οσπρίου, το περικάρπιο
  2. μεταλλικός δακτύλιος, στην άκρη ηλεκτρικού αγωγού, που χρησιμεύει στη στερέωσή του σε άλλους αγωγούς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cosse cosses

cosse (fr) θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]