αγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγωγός | οι | αγωγοί |
γενική | του | αγωγού | των | αγωγών |
αιτιατική | τον | αγωγό | τους | αγωγούς |
κλητική | αγωγέ | αγωγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωγός < ἄγω [1]
- σημασία στη φυσική: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conducteur
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγωγός αρσενικό
- ο σωλήνας για τη μεταφορά υγρών ή αερίων
- ⮡ Ο αγωγός φυσικού αερίου εγκαινιάστηκε πρόσφατα.
- το υλικό που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση ηλεκτρικών φορτίων μέσα του
- ⮡ Ο χαλκός είναι ένας πρώτης τάξης αγωγός.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αγωγός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγωγός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)