Address
:
[go:
up one dir
,
main page
]
Include Form
Remove Scripts
Accept Cookies
Show Images
Show Referer
Rotate13
Base64
Strip Meta
Strip Title
Session Cookies
affaire
Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 01:11, 16 Αυγούστου 2008 από τον
Lou
(
συζήτηση
|
συνεισφορές
)
(κλίση, μορφοποίηση, συγγενικά)
(
διαφ.
)
Παλιότερη αναθεώρηση
|
Τελευταία αναθεώρηση
(
διαφ.
) |
Νεότερη αναθεώρηση
(
διαφ.
)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πρότυπο:=fr=
Πρότυπο:-ουσ-
ενικός
πληθυντικός
affaire
affaires
θηλυκό
η
υπόθεση
, η
δουλειά
C'est une
affaire
compliquée. - Πρόκειται για μια πολύπλοκη
υπόθεση
.
Un homme d'affaires
. Ένας επιχειρηματίας.
πράγμα
Ramasse tes
affaires
. - Μάζεψε τα
πράγματά
σου.
Πρότυπο:-συγγ-
affaire
affairé
-
affairée
affairement
affairisme
affairiste
s'affairer
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Català
Čeština
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
한국어
Kurdî
Кыргызча
Malagasy
ဘာသာမန်
Malti
Nederlands
Norsk
Polski
Português
Русский
Sängö
Svenska
தமிழ்
ไทย
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文