affaire

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 01:11, 16 Αυγούστου 2008 από τον Lou (συζήτηση | συνεισφορές) (κλίση, μορφοποίηση, συγγενικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρότυπο:=fr=

Πρότυπο:-ουσ-

      ενικός         πληθυντικός  
affaire affaires
θηλυκό
  1. η υπόθεση, η δουλειά
    C'est une affaire compliquée. - Πρόκειται για μια πολύπλοκη υπόθεση.
  2. Un homme d'affaires. Ένας επιχειρηματίας.
  3. πράγμα
    Ramasse tes affaires. - Μάζεψε τα πράγματά σου.

Πρότυπο:-συγγ-