affairiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

affairiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Le milieu affairiste. Ο κερδοσκοπικός κύκλος.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]