affaire

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 17:26, 11 Σεπτεμβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affaire affaires

affaire (fr) θηλυκό

  1. η υπόθεση, η δουλειά
    c'est une affaire compliquée - πρόκειται για μια πολύπλοκη υπόθεση
  2. πράγμα, κάτι που ανήκει σε κάποιον
    ramasse tes affaires - μάζεψε τα πράγματά σου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]