ton

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 21:06, 7 Ιανουαρίου 2017 από τον UT-interwiki-Bot (συζήτηση | συνεισφορές) (Ρομπότ: Προσθήκη: eo:ton, it:ton)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ton tons

ton (fr) αρσενικό

  1. ύφος, τόνος