ton

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 01:29, 18 Ιουλίου 2012 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (ενημέρωση των interwikis, προσθήκη az)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ton tons

ton (fr) αρσενικό

  1. ύφος, τόνος