αγαπώ
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Eylem
[değiştir]αγαπώ (agapó)
Söyleniş
[değiştir]Köken
[değiştir]
- [1] sevmek; aşık olmak
- την αγαπάει τρελά - onu deliler gibi seviyor
- [2] hoşuna gitmek, sevmek
- αγαπάει το καλό κρασί - iyi şarabı sever
- αγαπάει τη χώρα του - ülkesini sever
Açıklamalar
[değiştir]αγαπώ fiil çekimi | ben (εγώ) | sen (εσύ) | o (αυτός) | biz (εμείς) | siz (εσείς) | onlar (αυτοί) |
---|---|---|---|---|---|---|
Geniş Zaman (olumlu) | αγαπώ,
αγαπάω |
αγαπάς | αγαπά,
αγαπάει |
αγαπούμε,
αγαπάμε |
αγαπάτε | αγαπούν,
αγαπάνε |
Geniş Zaman (olumsuz) | δεν αγαπώ,
δεν αγαπάω |
δεν αγαπάς | δεν αγαπά,
δεν αγαπάει |
δεν αγαπούμε,
δεν αγαπάμε |
δεν αγαπάτε | δεν αγαπούν,
δεν αγαπάνε |
Geçmiş Zaman (olumlu) | αγαπούσα | αγαπούσες | αγαπούσε | αγαπούσαμε | αγαπούσατε | αγαπούσαν |
Geçmiş Zaman (olumsuz) | δεν αγαπούσα | δεν αγαπούσες | δεν αγαπούσε | δεν αγαπούσαμε | δεν αγαπούσατε | δεν αγαπούσαν |
Gelecek Zaman (olumlu) | θα αγαπώ,
θα αγαπάω |
θα αγαπάς | θα αγαπά,
θα αγαπάει |
θα αγαπούμε,
θα αγαπάμε |
θα αγαπάτε | θα αγαπούν,
θα αγαπάνε |
Gelecek Zaman (olumsuz) | δεν θα αγαπώ,
δεν θα αγαπάω |
δεν θα αγαπάς | δεν θα αγαπά,
δεν θα αγαπάει |
δεν θα αγαπούμε,
δεν θα αγαπάμε |
δεν θα αγαπάτε | δεν θα αγαπούν,
δεν θα αγαπάνε |