ορθοδοξία
Jump to navigation
Jump to search
See also: Ορθοδοξία
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- Ορθοδοξία f (Orthodoxía)
Etymology
[edit]From ὀρθός (orthós, “correct”) + δόξα (dóxa, “way, opinion”).
Noun
[edit]ορθοδοξία • (orthodoxía) f (plural ορθοδοξίες)
- orthodoxy (conventionality in doctrine and belief)
- conforming behaviour
Declension
[edit]Declension of ορθοδοξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ορθοδοξία • | ορθοδοξίες • |
genitive | ορθοδοξίας • | ορθοδοξιών • |
accusative | ορθοδοξία • | ορθοδοξίες • |
vocative | ορθοδοξία • | ορθοδοξίες • |