γλυκός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- γλυκύς (glykýs) (formal)
Etymology
[edit]Inherited from the medieval γλυκός (glukós), from Ancient Greek γλυκύς (glukús, “sweet”) with metaplasm of ending as in adjectives in -ός (-ós).[1][2][3] Compare to the formal modern usage of γλυκύς (glykýs).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]γλυκός • (glykós) m (feminine γλυκιά, neuter γλυκό)
- sweet in taste
- not brackish, not salted, fresh water (when qualifying water)
- Antonyms: γλυφός (glyfós), αλμυρός (almyrós)
- γλυκό νερό ― glykó neró ― fresh water plural γλυκά νερά (glyká nerá)
- formal: γλυκύ ύδωρ (glyký ýdor) / γλυκό ύδωρ (glykó ýdor)
- antonym: θαλάσσιος (thalássios, “of sea, marine”)
- not salted (of foods which may be salted or not like bread, butter, almond)
- γλυκό βούτυρο, όχι αλατισμένο ― glykó voútyro, óchi alatisméno ― sweet butter, not salted
- γλυκό καλαμπόκι n (glykó kalampóki, “sweet corn”)
- (figurative) pleasant, mild, calm, soft
- γλυκιά βραδιά - γλυκό αεράκι - γλυκιά φωνή - γλυκό φιλί
- glykiá vradiá - glykó aeráki - glykiá foní - glykó filí
- sweet night - soft breeze - sweet voice - sweet kiss
- (figurative, endearing, chifely of persons) sweet (beloved, darling)
- γλυκιά μου αγάπη, αγάπη μου γλυκιά! ― glykiá mou agápi, agápi mou glykiá! ― my sweet love!
- 1966, “Θεσσαλονίκη [Thessaloníki, Thessaloniki]”, Ilias Iliopoulos (lyrics), Giorgos Zampetas (music)[1]performed by Dimitris Mitropanos:
- Θεσσαλονίκη είσαι μία
στον κόσμο δεν είν’ άλλη
Θεσσαλονίκη μου γλυκιά
που να ’χει τέτοια ομορφιά
και τα δικά σου κάλλη- Thessaloníki eísai mía
ston kósmo den eín’ álli
Thessaloníki mou glykiá
pou na ’chei tétoia omorfiá
kai ta diká sou kálli - Thessaloniki you are one,
In the world there is no other.
My sweet Thessaloniki,
Where there is such beauty
And your own beauties.
- Thessaloníki eísai mía
Usage notes
[edit]Degrees of comparison:
- comparative periphrastic: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο γλυκός /pçó ɣlikós/, etc.)
- comparative monolectic: the expected form γλυκότερος (glykóteros) is less common than γλυκύτερος (glykýteros), comparative of γλυκύς (glykýs).
- relative superlative: ο (o, “article "ο, η, το"”) + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο γλυκός /o pçó ɣlikós/, etc.)
- absolute superlative: the expected γλυκότατος (glykótatos) is rare, (see medieval γλυκότατος (glukótatos); the superlative of γλυκύς (glykýs), γλυκύτατος (glykýtatos) is used instead.
Feminine forms:
- γλυκιά (glykiá /ɣlicá/); the dated γλυκεία (glykeía /ɣlicía/) < ancient γλυκεῖα (glukeîa) of γλυκύς (glykýs) sometimes found as γλυκειά (glykeiá).
- Also see the medieval feminines γλυκέα (glukéa) of γλυκύς (glukús), γλυκία (glukía) of γλύκιος (glúkios), γλυκή (glukḗ) of γλυκός (glukós)
Declension
[edit]Compare to declensions of γλυκύς (glykýs).
Declension of γλυκός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γλυκός • | γλυκιά • | γλυκό • | γλυκοί • | γλυκές • | γλυκά • |
genitive | γλυκού • | γλυκιάς • | γλυκού • | γλυκών • | γλυκών • | γλυκών • |
accusative | γλυκό • | γλυκιά • | γλυκό • | γλυκούς • | γλυκές • | γλυκά • |
vocative | γλυκέ • | γλυκιά • | γλυκό • | γλυκοί • | γλυκές • | γλυκά • |
Derived terms
[edit]- βαρύς γλυκός (varýs glykós, “very sweet”) / βαρύγλυκος (varýglykos) (of coffee)
- γλυκά (glyká, adverb)
- γλυκάκι n (glykáki, “small sweet”)
- γλυκό n (glykó, “sweet, dessert”, noun)
- γλυκό του κουταλιού n (glykó tou koutalioú, “spoon sweet”)
- γλυκούλης m (glykoúlis, adjective), γλυκούλα f (glykoúla), γλυκούλι n (glykoúli) (diminutive, endearing)
- γλυκούλικος m (glykoúlikos, adjective), γλυκούλικια f (glykoúlikia)/γλυκούλικη (glykoúliki), γλυκούλικο n (glykoúliko) (diminutive, endearing)
- γλυκούτσικος m (glykoútsikos, adjective), γλυκούτσικια f (glykoútsikia)/γλυκούτσικη (glykoútsiki), γλυκούτσικο n (glykoútsiko) (diminutive)
- γλυκύς βραστός (glykýs vrastós, “sweet boiled”) (of coffee)
Expressions:
- κάνω τα γλυκά μάτια (káno ta glyká mátia)
- κάνω τα πικρά γλυκά (káno ta pikrá glyká)
- όνειρα γλυκά! (óneira glyká!, “sweet dreams!”)
- του γλυκού νερού (tou glykoú neroú) (literl & figurative senses)
- and see: γλυκύς (glykýs)
Related terms
[edit]With stem γλυκο-, γλυκυ-
- γλυκο- (glyko-), γλυκό-, γλυκ- & γλυκυ- compounds like γλυκοπατάτα f (glykopatáta, “sweet potato”), γλυκόξινος (glykóxinos, “sweet and sour”), γλυκαιμία f (glykaimía, “glycaemia”)
and
- αγλύκαντος (aglýkantos, “unsweetened”, adjective)
- άγλυκος (áglykos, “not sweet enough”)
- γλύκα f (glýka, “sweetness”)
- γλυκάδα f (glykáda, “sweetness”)
- γλυκάδι n (glykádi, “vinegar; sweetbread meats”)
- γλυκαίνω (glykaíno, “sweeten”)
- γλυκάνισο n (glykániso, “aniseed”) / γλυκάνισος m (glykánisos)
- γλυκαντικό n (glykantikó, “sweetener”, noun)
- γλυκαντικός (glykantikós, “sweetening”, adjective)
- γλυκασμός m (glykasmós, “sweetening pleasantly; excessive sentimentalism”)
- γλυκατζής m (glykatzís, “who loves sweets”), γλυκατζού f (glykatzoú)
- γλυκερίδια n pl (glykerídia, “glycerides”)
- γλυκερός (glykerós, “unpleasantly sweet”, adjective)
- γλυκερίνη f (glykeríni, “glycerol, glycerine”) & related
- γλυκερότητα f (glykerótita)
- γλυκίδιο n (glykídio, “carbohydrate”)
- γλυκίζω (glykízo, “have a sweet flavour”, verb)
- γλυκίνη f (glykíni, “glycine [amino acid]”)
- γλύκισμα n (glýkisma, “sweet, dessert”)
- γλυκόζη f (glykózi, “glucose”) & related
- γλυκύ n (glyký) (colloquial)
- γλυκύτητα f (glykýtita, “sweetness”) / γλυκότητα (glykótita)
- ημίγλυκος (imíglykos, “semi-sweet”, adjective)
- ξινόγλυκος (xinóglykos, adjective) / γλυκόξινος (glykóxinos, “sweet and sour”)
- ολόγλυκος (ológlykos, “totally sweet”, adjective)
- παραγλυκαίνω (paraglykaíno, “make too sweet”)
- πικρόγλυκος (pikróglykos, “bittersweet”, adjective) / γλυκόπικρος (glykópikros)
- τριγλυκερίδια n pl (triglykerídia, “triglycerides”)
- υπόγλυκος (ypóglykos, “sweetish”, adjective)
See also
[edit]- αλμυρός (almyrós, “salty”, adjective)
- ξινός (xinós, “sour”, adjective)
- πικρός (pikrós, “bitter”, adjective)
References
[edit]- ^ γλυκός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ γλυκός - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
- ^ γλυκός - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)