νανόκυκνος
Greek
[edit]Etymology
[edit]νανό- (nanó-, “small”) + κύκνος (kýknos, “swan”)
Noun
[edit]νανόκυκνος • (nanókyknos) m (plural νανόκυκνοςοι)
Declension
[edit]Declension of νανόκυκνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νανόκυκνος • | νανόκυκνοι • |
genitive | νανόκυκνου • | νανόκυκνων • |
accusative | νανόκυκνο • | νανόκυκνους • |
vocative | νανόκυκνε • | νανόκυκνοι • |
Coordinate terms
[edit]- see: κύκνος (kýknos) for other species of swan