obligate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | obligate |
συγκριτικός | more obligate |
υπερθετικός | most obligate |
obligate (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | obligate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | obligates |
αόριστος | obligated |
παθητική μετοχή | obligated |
ενεργητική μετοχή | obligating |
obligate (en)