[go: up one dir, main page]

      ενικός         πληθυντικός  
sierra sierras

  Ετυμολογία

sierra < (άμεσο δάνειο) ισπανική sierra[1]

  Προφορά

ΔΦΑ : /siˈɛɹə/
 

  Ουσιαστικό

sierra (en)

  1. (γεωγραφία) η οροσειρά
  2. (ψάρι) ψάρι του γένους των Σκομβρίδων
  3. το γράμμα S στο φωνητικό αλφάβητο του NATO

  Αναφορές

  1. sierra, στο λεξικό Merriam-Webster



  Ετυμολογία

sierra < λατινική serra

  Ουσιαστικό

sierra (es)

  1. πριόνι
  2. (γεωγραφία) η οροσειρά