sierra
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sierra | sierras |
Ετυμολογία
επεξεργασία- sierra < (άμεσο δάνειο) ισπανική sierra[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsierra (en)
- (γεωγραφία) η οροσειρά
- ψάρι του γένους των Σκομβρίδων
- το γράμμα S στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Αναφορές
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsierra (es)