[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Supermarine Spitfire

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Spitfire
ΤύποςΚαταδιωκτικό
ΚατασκευαστήςSupermarine
ΣχεδιαστήςR. J. Mitchell
Παρθενική πτήση5 Μαρτίου 1936
Πρώτη παρουσίαση1938
Αποσύρθηκε1952
Κύριος χειριστήςΒρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF)
Παραγωγή19381948
Μονάδες που παρήχθησαν20.351
Κόστος μονάδας£15.000
Πλήρωμα1
Μήκος9.12 [1] m
Εκπέτασμα11.23 m
Ύψος3.86
Επιφάνεια πτέρυγας22.48
Μεικτό βάρος3000 kg
Μέγιστο βάρος απογείωσης3071 kg
Μέγιστη ταχύτητα378 mph, 605 km/h
Αυτονομίαμάχης 760 km, πορείας 1840 km
Μέγιστο ύψος11 300 m
Βαθμός ανόδου821 m/min
Πολυβόλα
  • 2× 20 mm (0.787 in) Hispano-Suiza HS.404 πυροβόλα, 60 (αργότερα 120) βλήματα ανά πυροβόλο
  • 4× 0.303 caliber (7.7 mm) πολυβόλα Browning , 350 βλήματα ανά πολυβόλο
  • Βόμβες2× 250 lb (110 kg)

    Το Supermarine Spitfire υπήρξε ένα από τα πιο διάσημα καταδιωκτικά αεροσκάφη όλων των εποχών, σύμβολο της Βρετανικής αεροπορικής ισχύος και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τη RAF και τις συμμαχικές αεροπορίες κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεκαετία του ΄50.

    Κατασκευασμένο από τη Βρετανική Supermarine το Spitfire ήταν μια δημιουργία του αρχισχεδιαστή της εταιρείας R. J. Mitchell, που συνέχισε να τελειοποιεί το σχέδιό του μέχρι και το 1937 που πέθανε από καρκίνο. Οι ελλειπτικές του πτέρυγες του επέτρεπαν ανώτερες ταχύτητες από το Hawker Hurricane και άλλους ανταγωνιστές του, του έδιναν δε μία χαρακτηριστική εμφάνιση, ενισχύοντας την όλη του αεροδυναμική εικόνα. Ιδιαίτερα αγαπητό από τους χειριστές του, το Spitfire χρησιμοποιήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τα αμέσως μετέπειτα χρόνια, σε όλα τα θέατρα του πολέμου και σε πολλές παραλλαγές.

    Περισσότερα από 20.300 τεμάχια όλων των τύπων κατασκευάστηκαν, συμπεριλαμβανομένου και ενός διθέσιου εκπαιδευτικού, ενώ κάποια από αυτά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ακόμα και στη δεκαετία του ’50, όταν τα αεριωθούμενα είχαν πια επικρατήσει. Αν και ο μεγάλος του αντίπαλος, το Messerschmitt Bf 109, το συναγωνίστηκε σε στατιστικά παραγωγής, το Spitfire υπήρξε το μόνο Βρετανικό καταδιωκτικό που παρέμεινε σε συνεχή παραγωγή πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Σχεδιασμός και ανάπτυξη

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Ο αρχισχεδιαστής της Supermarine ήταν γνωστός για τα υδροπλάνα του, που είχαν κερδίσει πολλούς αγώνες στη δεκαετία του ’20, συνδυάζοντας πανίσχυρους κινητήρες Napier Lion και Rolls-Royce R με προσεκτικά σχεδιασμένες αεροδυναμικές ατράκτους. Αυτή η συνταγή ήταν εξίσου χρήσιμη και στη σχεδίαση καταδιωκτικών και στα 1931. Ο Μίτσελ δημιούργησε ένα αεροσκάφος με τέτοιες αρετές, ανταποκρινόμενος σε μια προκήρυξη διαγωνισμού του Βρετανικού Υπουργείου Αεροπορίας, για ένα σύγχρονο καταδιωκτικό μονοπλάνο.

    Το πρώτο του σχέδιο ήταν ένα μονοπλάνο με ανοικτό πιλοτήριο, πτέρυγες γλάρου και σταθερό σύστημα προσγείωσης. Το Supermarine Type 224 δεν πληρούσε τις προδιαγραφές του διαγωνισμού, ούτε όμως και κανένας ανταγωνιστής του. Ο Μίτσελ συνέχισε να βελτιώνει το σχέδιό του σαν ιδιωτική έρευνα, με την υποστήριξη της εταιρείας Vickers, ιδιοκτήτριας της Supermarine. Το νέο σχέδιο συμπεριέλαβε ανασυρόμενους τροχούς προσγείωσης, κλειστό κουβούκλιο, αναπνευστική συσκευή οξυγόνου και έναν καινούριο, πολύ ισχυρότερο κινητήρα που ανέπτυξε η Rolls-Royce, που αργότερα ονομάστηκε Merlin και χρησιμοποιήθηκε από το Spitfire στις εκδόσεις Mk 1 έως και Mk IX, ώσπου αντικαταστάθηκε από τον Rolls Royce Griffon.

    Μέχρι τα 1935, το Υπουργείο Αεροπορίας είχε δει αρκετές τεχνολογικές προόδους στη βιομηχανία, ώστε να επανεξετάσει σχέδια μονοπλάνου καταδιωκτικού. Η νέα πρόταση της Supermarine απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο χώρο για να μεταφέρει οπλισμό οκτώ πολυβόλων, όπως προέβλεπε ο διαγωνισμός.

    Το σχέδιο ελλειπτικών πτερύγων

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
    Οι ελλειπτικές πτέρυγες ενός Supermarine Spitfire

    Για μια ακόμα φορά ο Μίτσελ κατάφερε να λύσει το πρόβλημα. Υιοθέτησε ένα σχέδιο ελλειπτικών πτερύγων, που λόγω σχήματος έχουν μεγαλύτερο πλάτος, επιτρέποντας έτσι την εγκατάσταση του προβλεπόμενου οπλισμού, διατηρώντας ωστόσο την χαμηλή οπισθέλκουσα του παλαιότερου, απλούστερου σχεδίου. Η λύση αυτή έπεισε το Υπουργείο Αεροπορίας που ενέκρινε το νέο υπόδειγμα.

    Ωστόσο η ελλειπτική πτέρυγα, που προτιμήθηκε για την αεροδυναμική της ανωτερότητα, ήταν περίπλοκη και δύσκολη στην κατασκευή. Η ευθέων γραμμών και απλής κατασκευής πτέρυγα του Messerschmitt Bf 109 επέτρεπε ανάλογες επιδόσεις με το Spitfire, αν και το Γερμανικό μαχητικό παραγόταν με το εν τρίτο των εργατοωρών του Βρετανικού αντιπάλου του.

    Ένα ελάττωμα της λεπτότατης πτέρυγας του Spitfire παρουσιαζόταν όταν το αεροσκάφος ανέπτυσσε πολύ μεγάλες ταχύτητες. Εάν το πιλότος επιχειρούσε να ελιχθεί σε αυτές τις ταχύτητες, οι αεροδυναμικές πιέσεις που ασκούνταν στα πηδάλια ήταν αρκετές για να προκαλέσουν τη στρέβλωση ολόκληρης της πτέρυγας ανάστροφα προς το πηδάλιο, με αποτέλεσμα το αεροσκάφος να στρέφει τελικά προς την αντίθετη κατεύθυνση.

    Μια καινοτομία στο τελικό σχέδιο του Spitfire ήταν η κυμαινόμενη διατομή πτέρυγας. Η επιφάνειά της έστρεφε ελαφρά προς τα πάνω κατά μήκος, από -1/2 μοίρα στη ρίζα σε +2 μοίρες στην άκρη του φτερού. Αυτό, κατά την έναρξη πτήσης υπό γωνία, επέτρεπε στις ρίζες των πτερύγων να δεχθούν την αεροδυναμική καταπόνηση πριν από τα άκρα, περιορίζοντας σημαντικά τον κίνδυνο απώλειας ελέγχου πτήσης. Έτσι ακόμη και μέτριοι πιλότοι μπορούσαν να ελίσσονται στα όρια, ελπίζοντας πως ο αντίπαλός τους ακολουθώντας τον ελιγμό τους θα έχανε τον έλεγχο του αεροσκάφους του ή θα αναγκαζόταν να εκτελέσει μια λιγότερο απότομη στροφή, για να βρεθεί τελικά στο σκόπευτρο του Spitfire.

    Το πρωτότυπο (K5054) έκανε την παρθενική του πτήση στις 5 Μαρτίου του 1936, μόλις τέσσερις μήνες μετά την παρθενική πτήση του ανταγωνιστικού Hawker Hurricane. Το Υπουργείο Αεροπορίας παρήγγειλε τα πρώτα 310 αεροσκάφη στις 3 Ιουνίου του 1936, πριν ακόμα δημοσιοποιηθεί η ύπαρξη του. Το Βρετανικό κοινό πρωτοείδε το Spitfire σε μια επίδειξη στις 27 Ιουνίου του 1936.

    Διατηρημένο Spitfire 2θέσιας εκπαιδευτικής έκδοσης.

    Υπήρξαν 24 διαφορετικές εκδόσεις του Spitfire και διάφορες υποεκδόσεις. Οι πρώτες με κινητήρα Merlin και οι ύστερες με Griffon. Υπήρξαν εκδόσεις ταχέως αναγνωριστικού και εκδόσεις με τροποποιημένες πτέρυγες. Το Spitfire Mk V υπήρξε ο πιο πολυάριθμος τύπος με 6.479 αντίγραφα και δεύτερος ο Mk IX με 5.665. Διαφορετικοί τύποι φτερών με ποικίλο οπλισμό χρησιμοποιήθηκαν στις διάφορες παραλλαγές. Η πτέρυγα τύπου Α έφερε οκτώ πολυβόλα των 303 χιλιοστών της ίντσας, η τύπου Β, τέσσερα πολυβόλα των .303 και δύο πυροβόλα των 20 mm και η C πτέρυγα έφερε είτε τον παραπάνω οπλισμό είτε και τέσσερα πυροβόλα των 20 mm. Αυτή υπήρξε και η πιο διαδεδομένη.

    Η Supermarine ανέπτυξε και μια διθέσια, εκπαιδευτική έκδοση, την T Mk VIII, που όμως δεν παραγγέλθηκε τελικά και μόνον ένα αεροσκάφος κατασκευάστηκε. Ωστόσο, καθώς δεν υπήρχε επίσημη διθέσια εκδοχή, ένας αριθμός αεροσκαφών μετατράπηκε ανάλογα με ιδιοκατασκευές των μηχανικών αεροπορίας. Στη Βόρεια Αφρική εμφανίστηκε το Mk VB, στο οποίο μια δεύτερη θέση τοποθετήθηκε μπροστά από το πιλοτήριο, στη θέση της άνω δεξαμενής καυσίμων, όμως δεν υπήρχαν διπλά χειριστήρια και πιθανότατα να μην είχε χρησιμοποιηθεί σαν αμιγώς εκπαιδευτικό αεροσκάφος. Η μόνη ανεπίσημη διθέσια μετατροπή που διέθετε και διπλά χειριστήρια ήταν ένας μικρός αριθμός από Mk IX που είχαν χορηγηθεί στην ΕΣΣΔ. Αυτά ήταν γνωστά σαν Mk IX UTI και χαρακτηριστικά διέθεταν ένα διπλό, ευθύγραμμο κουβούκλιο τύπου «θερμοκηπίου» αντί του φυσαλιδωτού τύπου της έκδοσης T Mk VIII.

    Κατά τη μεταπολεμική περίοδο η ιδέα αναγεννήθηκε από τη Supermarine και ένας αριθμός διθέσιων Spitfires κατασκευάστηκε δια της μετατροπής παλαιών αεροσκαφών Mk IX, με ένα δεύτερο, υπερυψωμένο πιλοτήριο που διέθετε και πάλι φυσαλιδωτό κουβούκλιο. Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη πουλήθηκαν στην Ινδική και Ιρλανδική αεροπορία. Σήμερα ελάχιστα από αυτά σώζονται.

    Ναυτικές εκδόσεις

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Μια ναυτική εκδοχή του Spitfire, το επονομαζόμενο Seafire ήταν ειδικά διαμορφωμένη για να επιχειρεί από αεροπλανοφόρα. Οι τροποποιήσεις περιελάμβαναν μια αρπάγη προσνήωσης, αναδιπλούμενες πτέρυγες και άλλα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, όπως και το Spitfire, το Seafire είχε στενή διάταξη τροχών εδάφους, που σημαίνει πως δεν ήταν ιδανικό για τα καταστρώματα αεροπλανοφόρων. Παράλληλα, η εγκατάσταση επιπρόσθετων οργάνων μετατόπισε προς τα πίσω το κέντρο βάρους του σκάφους, κάτι που κατέστησε δύσκολο τον έλεγχο σε χαμηλές ταχύτητες, ενώ και η κυμαινόμενη διατομή πτέρυγας αποτελούσε μειονέκτημα για την ακριβή προσνήωση στο κατάστρωμα ενός αεροπλανοφόρου. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, οδήγησαν σε ένα υψηλό ποσοστό ατυχημάτων για το Seafire.

    Το Seafire II αποδείχθηκε ανώτερων επιδόσεων από το A6M5 (Zero) σε χαμηλό υψόμετρο, κατά τη διάρκεια εικονικών αερομαχιών που έγιναν τον καιρό του πολέμου. Όμως σύγχρονά του Αμερικανικά ναυτικά μαχητικά όπως το F6F Hellcat και το F4U Corsair ήταν κατά πολύ ισχυρότερά του. Καθώς οι νέοι κινητήρες Griffon αντικατέστησαν τους Merlin προς το τέλος του πολέμου, τα ύστερα υποδείγματα του Seafire ξανακέρδισαν την υπεροχή.

    Spitfires της RAF σε πτήση.

    Το πρώτο Spitfire μπήκε σε υπηρεσία στη RAF στις 4 Αυγούστου του 1938 και οι παραδόσεις συνεχίστηκαν με ρυθμό ένα την εβδομάδα στις Μοίρες 19 και 66, που ήταν εγκατεστημένες στο Ντάξφορντ.Κατά τις επόμενες εβδομάδες η παραγωγή αυξήθηκε και μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την 1 Σεπτεμβρίου του 1939 πολέμου περίπου 400 Spitfires υπηρετούσαν στη RAF και άλλα 2.000 βρισκόταν υπό παραγγελία.

    Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1939 σε ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα πάνω από το Μέντγουέι, αεροσκάφη της 74 Μοίρας έχυσαν το πρώτο αίμα για τα Spitfires, καταρρίπτοντας δύο άτυχα Hawker Hurricanes της 56 Μοίρας. Τα φίλια αυτά πυρά προκάλεσαν τον πρώτο θάνατο Βρετανού πιλότου κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Το Spitfire υπήρξε ένα από τα καλύτερα μαχητικά του πολέμου και κατά πολλούς το πλέον όμορφο. Συχνά ωστόσο συγκρίνεται με το Hawker Hurricane, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς κατά τις κρίσιμες φάσεις του 1940. Αν και οι δύο τύποι έφεραν πανομοιότυπο οπλισμό (οκτώ πολυβόλα των .303 ιντσών), η διευθέτησή τους στις πτέρυγες των Hurricanes ήταν καλύτερη, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη συγκέντρωση πυρός, ενώ τα διαμοιρασμένα όπλα στις λεπτές πτέρυγες του Spitfire, προκαλούσαν ακόμη και κραδασμούς κατά τη λειτουργία τους. Όμως η χαμηλότερη ταχύτητα του Hurricane το καθιστούσε πιο ευάλωτο έναντι των γερμανικών μαχητικών. Έτσι, όπου ήταν δυνατόν, η τακτική της RAF κατά τη Μάχη της Αγγλίας ήταν να αναχαιτίζει τα εχθρικά βομβαρδιστικά με Hurricanes, ενώ τα Spitfires αναλάμβαναν τα Γερμανικά μαχητικά συνοδείας. Σε σύνολο, τα Hurricanes κατέρριψαν περισσότερα αεροσκάφη της Luftwaffe, τόσο μαχητικά όσο και βομβαρδιστικά, από τα Spitfires, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης αριθμητικής παρουσίας τους στον αέρα. Επτά στα δέκα Γερμανικά αεροσκάφη που χάθηκαν στη Μάχη της Αγγλίας καταρρίφθηκαν από πιλότους των Hurricane. Οι απώλειες επίσης ήταν μεγαλύτερες μεταξύ των πολυαριθμότερων Hurricanes.

    Τα υποδείγματα Mark I και Mark II χρησιμοποιήθηκαν κατά τη Μάχη της Αγγλίας και συνέχισαν και στα 1941. Και τα δύο χρησιμοποίησαν οκτώ πολυβόλα των 0,303΄΄ και αν και ο αριθμός αυτός ακούγεται εντυπωσιακός, στην πράξη, το μικρό τους διαμέτρημα ήταν πιο κατάλληλο για να καταρρίπτει τις κατασκευασμένες από ξύλο και ύφασμα μηχανές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν σχετικά συνηθισμένο για τα (μεταλλικα) γερμανικά μαχητικά κατά τη Μάχη της Αγγλίας, να επιστρέφουν ασφαλή στη βάση τους με έναν απίστευτο αριθμό από τρύπες των 0,303΄΄. Η χρήση ενός μικρότερου αριθμού από όπλα μεγαλύτερου διαμετρήματος θα ήταν πιο αποτελεσματική και αυτό αποδείχτηκε από μεταγενέστερες εκδόσεις του αεροσκάφους. Το Mark V μπήκε σε υπηρεσία στις αρχές του 1941 και ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησε έναν αποτελεσματικό και αξιόπιστο οπλισμό από πυροβόλα (αεροσκάφη της σειράς Mark IB της 19ης Μοίρας, δοκιμάστηκαν με δύο πυροβόλα Hispano-Suiza των 20 mm στα 1940, αλλά συχνές εμπλοκές επέβαλαν την αντικατάστασή τους με συμβατικού οπλισμού αεροσκάφη το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους). Η οπλική διάταξη «Β», με δύο πυροβόλα των 20 mm και τέσσερα πολυβόλα των 0,303 ιντσών ήταν η πάγια κατά τα ενδιάμεσα χρόνια του πολέμου.

    Το σύγχρονό του Messerschmitt Bf 109 της Luftwaffe ήταν παρόμοιο σε φυσικές διαστάσεις, ιδιότητες και απόδοση. Ορισμένα έμφυτα πλεονεκτήματα επέτρεψαν στο Spitfire να κερδίσει πολλές αερομαχίες και κυρίως η ευελιξία του: το Spitfire είχε ανώτερο ρυθμό στρέψης από το Messerschmitt. Το καλύτερο οπτικό πεδίο ήταν μάλλον άλλος ένας παράγοντας, καθώς τα πρώτα Bf 109 είχαν ένα στενό κουβούκλιο πιλοτηρίου με χοντρά πλαίσια παραθύρων. Την περίοδο εκείνη, η απουσία συστήματος άμεσης έκχυσης καυσίμου στους κινητήρες Merlin, σήμαινε πως τα Spitfires και Hurricanes, αντίθετα από τα Bf 109E, δεν μπορούσαν να εισέλθουν άμεσα σε μια βαθειά κάθοδο, κατεβάζοντας απλά το ρύγχος τους. Έτσι οι Γερμανοί αντίπαλοί τους, αρκούσε να βυθιστούν σε μια έντονη κατάβαση για να ξεφύγουν από το διώκτη τους, αφήνοντας πίσω το Spitfire να αγκομαχεί, καθώς αρνητικά «g» έδιωχναν τα καύσιμα από το καρμπιρατέρ του. Οι πιλότοι της RAF σύντομα έμαθαν να πλαγιάζουν μισή στροφή το αεροσκάφος τους πριν βυθιστούν για να ακολουθήσουν τον εχθρό. Η επιλογή του καρμπιρατέρ είχε υπολογιστεί πως έδινε ανώτερη ειδική απόδοση ισχύος λόγω της χαμηλότερης θερμοκρασίας και ως εκ τούτου, της ανώτερης πυκνότητας του μίγματος αέρα/καυσίμου που τροφοδοτούσε τον κινητήρα, συγκριτικά με τα συστήματα ψεκασμού καυσίμου. Τον Μάρτιο του 1941, ένα μεταλλικό διάφραγμα με μία οπή, τοποθετήθηκε στο θάλαμο του καρμπιρατέρ. Αυτό περιόρισε εν μέρει το πρόβλημα του πνιγμού καυσίμου κατά τη βύθιση κι έγινε γνωστό ως το «στόμιο της δεσποινίδος Σίλλινγκ», αφού είχε εφευρεθεί από μια γυναίκα μηχανικό, την Μπίατρις «Τίλλι» Σίλλινγκ. Περαιτέρω βελτιώσεις ακολούθησαν σε επόμενα υποδείγματα του Μέρλιν, ώσπου στα 1943 καθιερώθηκε σε χρήση το σύστημα ψεκασμού.

    Αντεπίθεση στην Ευρώπη 1941-43

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η εμφάνιση του Focke-Wulf Fw 190 στα τέλη του 1941 κατά μήκος του μετώπου της Μάγχης αποτέλεσε ένα μεγάλο πλήγμα για την Διοίκηση Δίωξης της RAF, αφού το νέο Γερμανικό καταδιωκτικό αποδείχθηκε ανώτερο από το τότε τρέχον Mark VB από κάθε άποψη, εκτός από το ρυθμό στρέψης. Οι απώλειες που προκλήθηκαν στα Spitfires ήταν βαριές, καθώς η Luftwaffe απέκτησε την αεροπορική υπεροχή σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1942, ώσπου η έκδοση Mark IX με κινητήρες Merlin 61 έκανε την εμφάνισή της σε επαρκείς αριθμούς. Σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν κάποιο βαθμό εξίσωσης με τα Fw 190, κάποιες Μοίρες που εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα Mark V παρέλαβαν ειδικά τροποποιημένα αεροσκάφη, που τους είχαν αφαιρεθεί 120 εκατοστά από τα ακροπτέρυγα (για να αυξηθεί ο ρυθμός περιστροφής τους) και μειώθηκαν τα πτερύγια του υπερπληρωτή τους για μέγιστη απόδοση σε χαμηλό υψόμετρο. Αυτά τα αεροσκάφη τυποποιήθηκαν με τον κωδικό LF Mark V επισήμως, αλλά οι πιλότοι τους τα αποκαλούσαν «Clipped, Clapped and Cropped Spits» (ψαλιδισμένα, χτυπημένα και θερισμένα Spitfires), επισημαίνοντας παράλληλα και το γεγονός πως πολλά από αυτά τα τροποποιημένα αεροσκάφη είχαν δει καλύτερες εποχές.

    Καθώς οι Αμερικανικοί στρατηγικοί βομβαρδισμοί έφτασαν στο αποκορύφωμα τους στα μέσα του 1943, η ανάγκη για μαχητικά συνοδείας σήμαινε πως πολλά από τα Spitfire της Διοίκησης Δίωξης χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το ρόλο, ενώ ακόμα τα μαχητικά της Αμερικανικής αεροπορίας προσπαθούσαν να φτάσουν σε επιχειρησιακό επίπεδο. Ωστόσο, η ανεπαρκής ακτίνα δράσης των Spitfires σήμαινε πως οι επιχειρήσεις συνοδείας της RAF περιορίζονταν στη βορειοδυτική Γαλλία και τη Μάγχη. Καθώς ο αγώνας εντατικοποιήθηκε πάνω από την κατεχόμενη Γαλλία, Αμερικανικά μαχητικά όπως τα P-47, P-38 και P-51 σήκωσαν το βάρος της προστασίας βομβαρδιστικών. Οι Μοίρες των Spitfire IX, έπρεπε να περιμένουν μέχρι την εισβολή στην Ευρώπη για να βρεθούν σε πλήρη αντιπαράθεση με τη δύναμη καταδιωκτικών της Luftwaffe. Μέχρι τότε, τα νεότερα Spitfires με κινητήρες Griffon είχαν αναλάβει καθήκοντα καταδίωξης στην αεράμυνα, όπου η περιορισμένη ακτίνα δράσης δεν αποτελούσε εμπόδιο. Αυτά τα ταχύτερα Spitfires χρησιμοποιήθηκαν για την αναχαίτιση εισβολών από Γερμανικά μαχητικά-βομβαρδιστικά υψηλής ταχύτητας που χτυπούσαν κι έφευγαν και ιπτάμενες βόμβες V-1, πάνω από τη Μεγάλη Βρετανία.

    Καθώς τα Αμερικανικά μαχητικά ανέλαβαν τη μεγάλης εμβέλειας συνοδεία των ημερήσιων επιδρομών βομβαρδισμού της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, τα Griffon-οκίνητα Spitfires σταδιακά ανέλαβαν το ρόλο της τακτικής αεροπορικής υπεροχής σαν αναχαιτιστικά, ενώ οι Merlin-οκίνητες παραλλαγές (κυρίως τα Mk IX και τα XVI με κινητήρα Packard, δηλ. Αμερικανικό Merlin) προσαρμόστηκαν στο ρόλο του μαχητικού-βομβαρδιστικού.

    Αν και οι Griffon-οκίνητοι τύποι έχασαν κάποια από τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά χειρισμού των Merlin-οκίνητων προκατόχων τους, διατήρησαν την υπεροχή τους σε ευελιξία έναντι σχεδόν όλων των συγχρόνων τους Γερμανικών (και Αμερικανικών) σχεδίων στην Ευρώπη, καθ΄ όλη τη διάρκεια της παραγωγής τους.

    Spitfires και Seafires με κινητήρες Griffon συνέχισαν να υπηρετούν σε πολλές Μοίρες της Βασιλικής Βοηθητικής Πολεμικής Αεροπορίας και της Εθελοντικής Βασιλικής Ναυτικής Εφεδρίας, μέχρι τον επανεξοπλισμό τους στα 1951-52. η τελευταία πτήση ενός Spitfire στην υπηρεσία της RAF έλαβε χώρα την 9η Ιουνίου του 1957, σε μια αποστολή μέτρησης Θερμοκρασίας και Υγρασίας. Αυτή είναι η τελευταία γνωστή πτήση εμβολοκινητήριου καταδιωκτικού της RAF.

    Τα πρώτα Spitfires που είδαν δράση στο εξωτερικό ήταν Mark V, που μεταφέρθηκαν στη Μάλτα από το αεροπλανοφόρο Eagle, το Μάρτιο του 1942. Κατά τους επόμενους μήνες, κάπου 275 από αυτά παραδόθηκαν για υπηρεσία στο πολιορκούμενο νησί. Για να αντιμετωπίσουν τις επικρατούσες σκονισμένες συνθήκες, τα Spitfires εφοδιάστηκαν με τεράστια φίλτρα αέρος Vokes κάτω από το ρύγχος, που περιόρισαν τις επιδόσεις τους, λόγω της αυξημένης οπισθέλκουσας. Τα Spitfire V και αργότερα τα πολύ βελτιωμένα, αυξημένης εμβέλειας Mark VIII, σύντομα έγιναν επίσης διαθέσιμα στο Βορειοαφρικανικό θέατρο επιχειρήσεων κι εφεξής χρησιμοποιήθηκαν εκεί εκτενώς από τη RAF, τη Νοτιοαφρικανική Πολεμική Αεροπορία και την USAAF (Αμερικανική Πολεμική αεροπορία), καθώς και στις μετέπειτα εκστρατείες στη Σικελία και τη Νότιο Ιταλία.

    Τα πρώτα Spitfires στην Άπω Ανατολή ήταν δύο φωτο-αναγνωριστικά PR IV, τον Οκτώβριο του 1942. Η απειλή Ιαπωνικής επίθεσης στη Βόρειο Αυστραλία προέτρεψε την αποστολή κάποιων Vb στα τέλη του 1942. Η 1η Πτέρυγα της RAAF (Αυστραλιανή Βασιλική Αεροπορία) σχηματίστηκε στο Ντάργουιν, από την 54η Μοίρα της RAF και τις Μοίρες 452 και 457 της RAAF. Σημείωσε την πρώτη κατάρριψη το Φεβρουάριο του 1943 και μέχρι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους είδε αδιάκοπη δράση. Τον Απρίλιο του 1944 παραλήφθηκαν Spitfires VIII. Στο Ινδο-Βιρμανικό μέτωπο, τα πρώτα Spitfires V δεν παραλήφθηκαν πριν το Σεπτέμβριο του 1943.

    Οι πιλότοι των Spitfires, συνηθισμένοι στις συνθήκες του Ευρωπαϊκού πολέμου, συγκλονίστηκαν όταν διαπίστωσαν πως δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τους ελιγμούς των Ιαπωνικών Mitsubishi Zero. Υποχρεώθηκαν τότε να θεσπίσουν τακτικές παρόμοιες των Αμερικανών πιλότων, ανάλογες με αυτές που οι Γερμανοί πιλότοι αναγκάστηκαν να θεσπίσουν ενάντια στα Spitfires και Hurricanes. Στην Άπω Ανατολή, οι Βρετανοί πιλότοι στηρίζονταν στην πολύ ανώτερη ταχύτητά τους, κυρίως κατά τη βύθιση και στη μεγαλύτερη ισχύ πυρός για να εμποδίσουν τους Ιάπωνες αντιπάλους τους να αξιοποιήσουν την υπερέχουσα ευελιξία του Zero. Τα Zero δεν μπορούσαν να αντέξουν σε ταχύτητες βύθισης πολύ ανώτερες από τη μέγιστη ταχύτητα οριζοντίου πτήσης τους, λόγω της κλιμακούμενης ακαμψίας των πηδαλίων και των περιορισμένης κατασκευαστικής αντοχής ημιπτερύγων τους.

    Τα πρώτα Griffon-οκίνητα Mk XII πέταξαν τον Αύγουστο του 1942, μα μόνο πέντε βρίσκονταν σε υπηρεσιακή κατάσταση μέχρι τα τέλη του έτους. Ο τύπος αυτός μπορούσε να ξεπεράσει τα 640 Χ/ω σε οριζόντια πτήση και να ανέβει σε υψόμετρο 10,000 m σε λιγότερο από οκτώ λεπτά. Παρότι τα Spitfire συνέχισαν να βελτιώνονται σε ταχύτητα και οπλισμό, η ακτίνα δράσης και η χωρητικότητα καυσίμων τους, συνέχισαν να αποτελούν σοβαρά ζητήματα: παρέμειναν αεροσκάφη μικρής εμβέλειας καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, εκτός από τα φωτο-αναγνωριστικά που αντικατέστησαν τα πυροβόλα τους με επιπρόσθετες δεξαμενές.

    Από τη Νορμανδία και μετά

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Μετά την απόβαση στην Ευρώπη, οι Μοίρες των Spitfire μεταφέρθηκαν στην άλλη πλευρά της Μάγχης, επιχειρώντας από βάσεις κοντά στην πρώτη γραμμή. Καθώς οι συμμαχικές αεροπορίες επέτυχαν αεροπορική υπεροχή, οι πιλότοι τους είχαν λιγότερες ευκαιρίες να αναμετρηθούν με Γερμανικά αεροσκάφη, αφού εστίασαν τις προσπάθειές τους σε επιδρομές πάνω από τη Γερμανία, πλήττοντας ευκαιριακά επίγειους στόχους και παρέχοντας τακτική αεροπορική υποστήριξη στις χερσαίες δυνάμεις. Το ψυγείο του Merlin αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτο σε πυρά πεζικού και μία μόνο σφαίρα στο λάθος σημείο ήταν αρκετή για να σβήσει τελικά τον κινητήρα. Οι νεότεροι, ταχύτεροι τύποι, παρέμειναν στη Βρετανία, για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των ιπτάμενων βομβών V-1 στα μέσα του 1944, αργότερα δε, τα ίδια αεροσκάφη αναπτύχθηκαν κατά μήκος της Μάγχης πριν τελειώσει ο πόλεμος στην Ευρώπη.

    Υπηρεσία σε άλλες χώρες

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Εκτός από τη RAF, Spitfires υπηρέτησαν σχεδόν σε όλες τις συμμαχικές πολεμικές αεροπορίες κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως δε στην Καναδική Βασιλική Αεροπορία (RCAF), την Αυστραλιανή Βασιλική Αεροπορία (RAAF), τη Νοτιοαφρικανική Πολεμική Αεροπορία (SAAF) και τη Νεοζηλανδική Πολεμική Αεροπορία (RNZAF). Υπήρξε ένα από τα λιγοστά ξένα αεροσκάφη που υπηρέτησαν στην Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία, εξοπλίζοντας τέσσερις Ομάδες στην Αγγλία και τη Μεσόγειο. Οι ελεύθερες δυνάμεις διαφόρων Ευρωπαϊκών χωρών, χρησιμοποίησαν επίσης Spitfires με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, συμπεριλαμβανομένων Γαλλικών, Νορβηγικών, Πολωνικών, Ολλανδικών και Τσεχοσλοβακικών Μοιρών της RAF.

    Η RAAF, η Ινδική Βασιλική Αεροπορία και η RAF, χρησιμοποίησαν επίσης Spitfires ενάντια στις Ιαπωνικές δυνάμεις στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού.

    Υπάρχουν ενδείξεις πως και η Luftwaffe χρησιμοποίησε αιχμαλωτισμένα Spitfires για να προσβάλει Συμμαχικούς στόχους.

    Με το τέλος του πολέμου, το Spitfire παρέμεινε σε υπηρεσία σε πολλές αεροπορικές δυνάμεις ανά την υφήλιο, συμπεριλαμβανομένων του Αυστραλιανού Ναυτικού, της Βελγικής Αεροπορίας, της Αεροπορίας της Βιρμανίας, του Καναδικού Βασιλικού Ναυτικού, της Αεροπορίας της Τσεχίας, της Δανίας, της Αιγύπτου, της Armee de l'Air και της Αεροπορίας του Γαλλικού Ναυτικού, της Βοηθητικής Βασιλικής Αεροπορίας του Χόνγκ Κονγκ, του Ιρλανδικού Αεροπορικού Σώματος, της Ισραηλινής Αεροπορίας, της Ιταλικής αεροπορίας, της Βασιλικής Αεροπορίας της Ολλανδίας, της Νορβηγίας, της Ταϊλάνδης, της Αεροπορίας της Πορτογαλίας, της Σουηδίας, της Συρίας, της Τουρκίας, της Ροδεσίας και της Γιουγκοσλαβίας. Κατά τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, τα Spitfires έπαιξαν έναν καθοριστικό ρόλο, στα χέρια της RAF και της Νοτιοαφρικανικής Αεροπορίας μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου του 1944 και της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας από το 1946 μέχρι και το τέλος του πολέμου τον Αύγουστο του 1949.

    Τα Spitfires είδαν έντονη δράση για τελευταία φορά στον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του 1948, όταν κατά μια ιστορική ειρωνεία, Ισραηλινά Spitfires που χειρίζονταν πρώην παλαίμαχοι της RAF του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνεπλάκησαν με Αιγυπτιακά και Βρετανικά Spitfires. Πάντως, αρκετές αεροπορίες διατήρησαν τα δικά τους Spitfires σε υπηρεσία μέχρι και τη δεκαετία του ΄60.

    Αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σουηδική Αεροπορία εξόπλισε μία πτέρυγα αναγνώρισης με 50 Mk XIX, που μετονομάστηκαν σε «S 31». Αρκετές φωτογραφικές αποστολές στα τέλη του ΄40 εκτελέστηκαν με κατάφορη παραβίαση του Σοβιετικού και (τουλάχιστον μία φορά) του Φινλανδικού εναέριου χώρου, προκειμένου να καταγραφούν δραστηριότητες στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο της Βαλτικής. Κατά την περίοδο εκείνη, κανένα Σοβιετικό καταδιωκτικό δεν μπορούσε να φτάσει το επιχειρησιακό ύψος του S 31. Κανένα Σουηδικό αεροσκάφος δεν χάθηκε κατά τη διάρκεια εκείνων των μυστικών αποστολών. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50, η Σοβιετική αεράμυνα είχε αναπτυχθεί τόσο πολύ που αυτές οι πρακτικές έπρεπε να λάβουν τέλος. Στα μέσα του ΄50, τα S 31 αντικαταστάθηκαν από τα αεριωθούμενα SAAB S 29C.

    Το Μουσείο Πολεμικής Αεροπορίας έχει ένα Supermarine Spitfire Mk IXc στην μόνιμη συλλογή του.

    Παρόμοια αεροσκάφη

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Σημειώσεις και παραπομπές

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
    1. Όλα τα χαρακτηριστικά αφορούν το Spitfire Mk Vb (άλλες εκδόσεις διαφέρουν σε διάφορα σημεία).

    Εξωτερικοί σύνδεσμοι

    [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]