[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ταυροκαθάψια (τοιχογραφία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ταυροκαθάψια (τοιχογραφία)
Η Τοιχογραφία των Ταυροκαθαψίων -παγκόσμια γνωστή αντιπρόσωπος της τέχνης του μινωικού πολιτισμού- τοποθετείται στη Μέση Μινωική ΙΙΙ - Ύστερη Μινωική ΙΒ (17ος-15ος π.Χ..
ΟνομασίαΤαυροκαθάψια (τοιχογραφία)
Είδοςτοιχογραφία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Η Τοιχογραφία των Ταυροκαθαψίων -παγκόσμια γνωστή αντιπρόσωπος της τέχνης του μινωικού πολιτισμού- τοποθετείται στη Μέση Μινωική ΙΙΙ - Ύστερη Μινωική ΙΒ (17ος-15ος Π.Κ.Ε. αι.)1.

Η ανακάλυψη της τοιχογραφίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρέθηκε σε τοίχο της ανατολικής πλευράς του ανακτόρου της Κνωσού, στην αυλή του Λίθινου Στομίου. Είναι ζωγραφική σε γυψοκονία (stucco2 και το ύψος της εικόνας μετά την αποκατάσταση φθάνει τα 78,2 εκ. Το θέμα του έργου είναι σκηνή ταυροπαιδιάς, στην οποία παίρνουν μέρος άνδρες και γυναίκες και περιβάλλεται από απεικονίσεις λίθων πιθανώς και αφηρημένα γραμμικά διακοσμητικά μοτίβα. Το έργο στο σύνολό του είναι δισδιάστατο, εκτός από τις έντονες γραμμές στο στήθος, τις κνήμες και τους μηρούς των γυναικών, που προδίδουν την προσπάθεια του καλλιτέχνη να αποδώσει τον όγκο και το βάθος, στοιχείο σπάνιο για τη συγκεκριμένη περίοδο.

Στο κέντρο της σκηνής αναδύεται η χαρακτηριστική μορφή του ταύρου. Το χρώμα που χρησιμοποιείται για την απόδοσή του είναι το ρόδινο που παράγεται από κόκκινη ώχρα3 και ασβέστη και το καστανό, δηλαδή κίτρινη ώχρα με κάρβουνο. Ο ταύρος «αιωρείται», ως αποτέλεσμα της επιθυμίας του καλλιτέχνη να αποδώσει την ορμητική, επιθετική κίνηση του ζώου, ένα απεικονιστικό λάθος που συνεχίστηκε στην πραγματικότητα ως την ανακάλυψη της φωτογραφίας. Το κτήνος περιβάλλεται από δύο γυναίκες, μία στηριγμένη στα κέρατά του, μία πίσω του και έναν άνδρα σε ακροβατική κίνηση στην πλάτη του. Η διαφοροποίηση στο φύλο φαίνεται από τις ανατομικές διαφορές και τα χρώματα που χρησιμοποιούνται και όχι από τα περιζώματά τους, ενδυματολογικά στοιχεία τα οποία είναι ίδια και για τα δύο φύλα, πιθανώς εξαιτίας του γεγονότος ότι ένα πλέον περίπλοκο ένδυμα θα μπορούσε να εμπλακεί στα κέρατα του ταύρου.

Για τους άνδρες χρησιμοποιείται η κόκκινη ώχρα, ενώ για τις γυναίκες το λευκό, κάτι που παρατηρείται επίσης στις κυκλαδικές και μυκηναϊκές τοιχογραφίες, ενώ το χρώμα του φόντου είναι γαλάζιο (μάλλον αιγυπτιακό γαλάζιο και υποδεικνύει ύστερες επιδράσεις. Η κίνηση του ακροβάτη είναι δυναμική και δείχνει την κατάληξή της στη γυναίκα πίσω από τον ταύρο, η οποία έχει απλωμένα τα χέρια της για να δεχθεί το αιωρούμενο σώμα. Η άλλη γυναίκα έχει αρπάξει κυριολεκτικά τον ταύρο από τα κέρατα. Τα μάτια των ανθρώπινων μορφών και του κτήνους έχουν την προοπτική του πτηνού[10], κάτι που παρατηρείται εν γένει στις τοιχογραφικές απεικονίσεις της Εποχής του Χαλκού και τα αυτιά είναι πλήρως σχηματοποιημένα.

Θεματολογικά, η συγκεκριμένη τοιχογραφία είναι δυνατόν να συνδεθεί με διάφορα εικαστικά στοιχεία από άλλες μορφές τέχνης. Θα μπορούσε να αναφερθεί ένα ρυτό από στεατίτη σε σχήμα ταυροκεφαλής, της ίδιας περιόδου (ΜΜΙΙΙ-ΥΜ ΙΒ), την Κεφαλή Ταύρου, ανάγλυφη τοιχογραφία σε ζωγραφισμένο γυψοκονίαμα, πιθανώς της ΜΜ ΙΙΙβ, (1600 Π.Κ.Ε.)4, ή τον Ταυροκαθάπτη, από χρυσελεφάντινο σύμπλεγμα ταυροπαιδιάς.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • 1: Υφίσταται η άποψη ότι πιθανώς είναι μεταγενέστερο έργο περ. 1425 Π.Κ.Ε., γεγονός που το τοποθετεί στη νεοανακτορική περίοδο. Βλ. επίσης Sinclair Hood, 74.
  • 2: Ασβεστιτομαστίχη, στόκος.
  • 3: Θεωρείται πως η συγκεκριμένη χρήση είναι απεικονιστική σύμβαση. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε *υπόψιν μας πως η χρήση της κόκκινης ώχρας ή άλλων χρωμάτων ήδη από τη νεολιθική διαθέτει ένα μυστηριακό χαρακτήρα εξαιτίας της διασύνδεσής της με την ιδέα του θανάτου.
  • 4: Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Βλ. επίσης Sinclair Hood, 87 και εικ. 55.
  • Χριστόπουλος Γ.(εκδ.), Ελληνική Τέχνη, Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης, Εκδοτική Αθηνών, (Αθήνα 1994).
  • Sinclair Hood, 1993, Η Τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, Καρδαμίτσας:Αθήνα.
  • MacGillivray, 2000, MINOTAUR. Sir Arthur Evans and the Archaeology of the Minoan Myth, Farrar, Straus and Giroux:New York.