Γόπα
Γόπα (Boops boops) | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Boops boops (Βόωψ ο γνήσιος) (Λινναίος, 1758) | ||||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||||
Boops canariensis (Valenciennes, 1839) |
Η γόπα είναι μικρό ψάρι μήκους 20 – 35 εκατοστών και συγγενεύει με τη σάλπα, τον σπάρο και τον σαργό. Υπάγεται στα τελεόστεα ή υποβραχιόνια και έχει τα γενικά χαρακτηριστικά τους. Το επιστημονικό όνομά του είναι Βόωψ ο γνήσιος (Boops boops) είναι ο αρχαίος «Bόωψ ο γνήσιος» και ανήκει στην οικογένεια των Σπαριδών (Sparidae). Οι γόπες ζουν κοπαδιαστά σε βραχώδεις ακτές και σε φυκιάδες, είναι δε άφθονες στις ελληνικές θάλασσες.
Το κρέας τους είναι εύγευστο παρά την κάπως βαριά οσμή τους.
Χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το μήκος της μπορεί να φθάσει τα 35 εκατοστά. Το χρώμα της είναι γκριζογάλαζο στη ράχη, λίγο πιο ανοικτό ασημί στα πλευρά και στην κοιλιά και γυαλιστερό. Πίσω από τα μάτια αρχίζουν 4 κίτρινες γραμμές που καταλήγουν στη ρίζα της ουράς. Φέρει επίσης πλευρική γραμμή σκούρα καφέ. Το κεφάλι της γόπας έχει μήκος περίπου το 1/4 του συνολικού μήκους του ψαριού. Έχει μάτια σχετικά μεγάλα στο μισό ύψος του κεφαλιού και εξ αυτού ονομάστηκε «βόωψ» από το αρχαίο ελληνικό επίθετο «βοώπις» (= αυτή που έχει μεγάλα μάτια κυριολεκτικά «αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού»). Το ρύγχος της στρογγυλεύει και στο στόμα της, που φέρει κλίση προς τα πάνω, έχει στην πάνω σιαγόνα κοπτήρες ενώ στην κάτω κυνόδοντες, αν και θεωρείται φυτοφάγο ψάρι.
Αλιεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γόπες ψαρεύονται με δίχτυα της τράτας και με γρι-γρί καθώς και με τσαπαρί και καθετή. Τον χειμώνα είναι παχιές και νόστιμες. Οι αυγωμένες ψαρεύονται τον Απρίλιο και Μάιο.
- Η αλιεία της γόπας στις ελληνικές θάλασσες παρακολουθείται από στατιστική άποψη. Συγκεκριμένα το 2001 αλιεύθηκαν 3.674 τόνοι, το 2002 3.793 τόνοι και το 2003 4.025 τόνοι.
Είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο γένος βόωψ, στο οποίο ανήκει η γόπα, ανήκει και το έτερο ψάρι σάρπα ή σάλπα[εκκρεμεί παραπομπή]. Το εν λόγω ψάρι είναι διαδεδομένο και στις ελληνικές θάλασσες.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη «βόωψ» προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά: βους και ωψ (μάτια σαν του βοδιού, δηλαδή μεγάλα μάτια). Η λέξη προτάθηκε από τον Αθήναιο το Ναυκρατίτη ο οποίος εξηγούσε ότι κακώς ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος αναφέρει το ψάρι ως «βώκα», ενώ έπρεπε να το λέει βώοπα, γιατί αν και μικρό έχει μεγάλα μάτια, δηλαδή βόωψ, αυτός που έχει μάτια σαν του βοδιού[1]. Από τον Πατριάρχη Φώτιο, αναφέρεται ως βωψ[2], ενώ αργότερα αναφέρεται και ως βοῦπα (με κοινή προφορά γοῦπα)[3]. Στην Κύπρο λέγεται και βόππα ή γόππα.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Νέα Εγκυκλοπαιδεία, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 2006.
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Athenaeus, Volume 2, Athenaeus (Naucratites), Wilhelm Dindorf «Αριστοφάνης δ'ο Βυζάντιος κακώς φησίν ημάς λέγειν τον ιχθύ βώκα, δεόν βώοπα , επεί μικρός υπάρχων μεγάλους ώπας έχει, είη αν ουν ο βόωψ, βοός οφθαλμούς έχων»
- ↑ Photii Patriarchae Lexicon Vol.1, Saint Photius I (Patriarch of Constantinople), Christos Theodoridis, 1982, Walter de Gruyter, σελ. 349
- ↑ Λεξικόν της καθ'ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθερμηνευμένης εις το αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου Σκαρλάτος Βυζάντιος, σελ. 46, Αθήνα, 1835 «Βούπα (προφ. κοιν. Γούπα) ψ. βόωψ, βώξ, βωκός, bogue, pagel, boops»