[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αμπχάζιοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμπχάζ, Αμπχάζιοι
Аҧсуа
Συνολικός πληθυσμός
π. 200.000
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Πρώην Σοβιετική Ένωση
Αμπχαζία122.040 (απογραφή 2003)[1]
Ρωσία11.366 (απογραφή 2002)[2]
Γεωργία (χωρίς την Αμπχαζία)3.527[3]
Ουκρανία1.458[4]
Διασπορά
Τουρκία600.000 (με καταγωγή)[5]
Συρίαπ. 10.000[6]
Γλώσσες
Αμπχαζικά (μητρική), Ρωσικά, Γεωργιανά, Τουρκικά
Θρησκεία
Κυρίως Αμπχαζικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός και Σουνίτες με Αμπχαζική 'μητρική' παγανιστική μειονότητα
Άλλοι Βορειοδυτικοί Καυκάσιοι λαοί
Αμπχάζιοι στο λιμάνι της Σαμσούντας το 1864

Οι Αμπχάζιοι (Αμπχαζικά: Аҧсуа, Apswa; γεωργιανά: აფხაზები ɑpʰxɑzɛbi) ήταν λαός εγκατεστημένος στην αρχαία Κολχίδα (κατά τον Αρριανό), κατ' αρχάς βορείως του ποταμού Φάσιδος.[7] Από αυτούς φαίνεται ότι κατάγονταν οι κάτοικοι της Βυζαντινής Αβαζίας, της σημερινής λεγόμενης Αμπχαζίας. Οι ίδιοι αποκαλούνται Αμπχαζέ, αποτελούν κλάδο της Καυκασίας φυλής και ομιλούν την Αμπχαζική γλώσσα. Eίναι μια Βορειοδυτική Καυκάσια εθνότητα, που ζει κυρίως στην Αμπχαζία, μια αμφισβητούμενη περιοχή στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ένας μεγάλος πληθυσμός της Αμπχαζικής διασποράς κατοικεί στην Τουρκία, προερχόμενη από τις πληθυσμιακές μετακινήσεις από τον Καύκασο στα τέλη του 19ου αιώνα. Πολλοί Αμπχάζιοι ζουν και σε άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ιδιαίτερα στη Ρωσία και την Ουκρανία.[8]

Από την αρχαιότητα φέρονται εγκατεστημένοι δυτικά του Καυκάσου όπου και διεσπάρησαν στις ΝΑ. ακτές του Εύξεινου Πόντου ασχολούμενοι μέχρι σήμερα με την γεωργία, οινοποιία, κτηνοτροφία και μελισσοκομία. Στο πέρασμα των αιώνων διατήρησαν δική τους γλώσσα την οποία μιλούν και σήμερα χρησιμοποιώντας στο γραπτό λόγο την γεωργιανή, μόνον ως λόγια γλώσσα.

Την εθνολογική ονομασία Αμπχαζέ, εξελλήνισαν πρώτοι οι Βυζαντινοί όπως τουλάχιστον προκύπτει από τον Θεοφάνη τον Βυζάντιον, ιστορικό του 6ου αιώνα, που θεωρείται και ο πρώτος ιστοριογράφος που κάνει λόγο για τους λαούς της εποχής, αν και στη πραγματικότητα πρώτος είναι ο Αρριανός (1ος αιώνας) που τους αναφέρει ως Αβασκούς, κατοίκους της μυθικής Κολχίδας (Αρρ. Περίπλους Ευξείνου Πόντου, ΙΑ, 3).[7] Παρά ταύτα ο λαός αυτός είχε έλθει σε στενή επαφή με τους Έλληνες από την αρχαιότητα, και ιδίως με τους Μιλήσιους που είχαν ιδρύσει στη περιοχή τους πολλές εμπορικές πόλεις-αποικίες, όπως την Διοσκουριάδα, την Πιτυούντα και άλλες.

Γενικά, οι Αμπχάζιοι διατήρησαν καλές σχέσεις με το ελληνικό στοιχείο και έμειναν ανεξάρτητοι μέχρι τον 1ο αιώνα (μ.Χ.) οπότε και υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους, διατηρώντας όμως μια κάποια αυτονομία μέχρι τον Αυτοκράτορα Αδριανό (2ος αιώνας) ο οποίος τους επέβαλε ηγεμόνα δικής του επιλογής ως όργανο της ρωμαϊκής εξουσίας. Από τον Διοκλητιανό και μετέπειτα, η χώρα τους χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας κακοποιών και επίσης των διωκομένων Χριστιανών, όπως τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που εξορίσθηκε στην Πιτυούντα.

Οι Αμπχάζιοι ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό κατά τον 6ο αιώνα. Ο Ιουστινιανός έκτισε στη Πιτυούντα τον πρώτο χριστιανικό ναό που διασώζεται μέχρι και σήμερα. Επί των ημερών του Αυτοκράτορα Ηρακλείου (7ος αιώνας), οι Αμπχάζιοι μαζί με τους Λαζούς συγκρότησαν στράτευμα από 40.000 άνδρες και βοήθησαν το βυζαντινό αυτοκράτορα στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Περί τα τέλη του 7ου αιώνα και στις αρχές του 8ου, οι Αμπχάζιοι υποτάχθηκαν στους Άραβες αλλά δεν άργησαν να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους με τη βοήθεια των Βυζαντινών και υπό δικούς τους ηγεμόνες. Η εξάπλωση, στη συνέχεια, των Χαζάρων και η βυζαντινοχαζαρική φιλία που επακολούθησε, φέρεται να αποδυνάμωσε εκείνη με τους Αβασγούς, με συνέπεια τελικά να υποταχθούν στους Γεωργιανούς (11ος αιώνας) και η χώρα τους διαμοιράσθηκε σε κλήρους που δωρήθηκαν στους νικητές.

Κατά την περίοδο των επιδρομών του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου κατά της Γεωργίας (15ος αιώνας), οι Αμπχάζιοι επωφελούμενοι των γεγονότων αποτίναξαν το ζυγό των Γεωργιανών. Μετά όμως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη χώρα των Αβασγών και εγκατέστησαν ισχυρή φρουρά (στο Σουχούμ Καλέ, το Ρεντούτ Καλέ, κ.ά). Οι Οθωμανοί επέτρεψαν μεν στους Αβασγούς να διατηρούν τα ήθη και τα έθιμά τους, πλην όμως τους επέβαλαν στη συνέχεια τον Ισλαμισμό, θρησκεία την οποίαν διατηρούν μέχρι σήμερα.

Το 1825 οι Αμπχάζιοι περιήλθαν στην εξουσία της Ρωσίας, διατηρώντας αρχικά δικούς τους τοπικούς ηγεμόνες και κάποιες ελευθερίες, τελικά όμως υποτάχθηκαν πλήρως το 1864. Από τότε άρχισαν αθρόες μεταναστεύσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ειδικότερα κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, οπότε η περιοχή του Πόντου κατακλύστηκε από Αβασγούς.

Σήμερα οι Αμπχάζιοι απαριθμούν 200.000 άτομα και αποτελούν αυτόνομη δημοκρατία (de jure) της Γεωργίας, την Αμπχαζία, στην οποία ζουν περί τις 150.000 από αυτούς.

Η Αμπχαζική γλώσσα ανήκει στην απομονωμένη Βορειοδυτική Καυκάσια γλωσσική οικογένεια, γνωστή και ως οικογένεια Αμπχάζ-Αντίγκε ή βόρεια Ποντιακή, η οποία ομαδοποιεί το διαλεκτικό συνεχές που ομιλούν οι Αμπάζα-Αμπχάζ (Αμπάζγκι) και Αντίγκε ("Κιρκάσιοι" στα ελληνικά).[9] Εθνοτικά, οι Αμπχάζιοι σχετίζονται στενά εθνοτικά με τους Καυκάσιους.[10] Οι κλασσικές πηγές μιλάνε σχετικά με τη κατοίκηση αρκετών φυλών στην περιοχή, αλλά η ακριβής ταυτότητα και η θέση τους παραμένουν αμφιλεγόμενες λόγω της αμπχαζιογεωργιανής ιστοριογεωγραφικής διαμάχης (βλ. τμήμα Ιστορίας).

Υπάρχουν επίσης τρεις υποομάδες των Αμπχάζιοι, Οι Μπζιμπ (Бзыҧ, Bzyph) κατοικούν στην περιοχή του ποταμού Μπζιμπ και μιλούν τη δική τους διάλεκτο.[11] Οι Άμπζουι (Абжьыуа, Abzhwa) ζουν στην περιοχή του ποταμού Κοντόρι και μιλούν επίσης τη δική τους διάλεκτο, στην οποία στηρίζεται η Αμπχαζική λογοτεχνική γλώσσα.[11] Τέλος, υπάρχουν οι Ζαμουρζακάν που κατοικούν στα νοτιοανατολικά της Αμπχαζίας.[11]

Κάποιοι μελετητές θεωρούν την αρχαία φυλή Ηνίοχοι ως πρόγονοι των Αμπχάζιων.[12] Αυτοί οι πολεμοχαρείς άνθρωποι ήρθαν σε επαφή με τους αρχαίους Έλληνες μέσα από τις αποικίες της Διοσκουρίας και της Πιτιούντας.[12] Στη ρωμαϊκή περίοδο, αναφέρεται ότι οι Αμπάσγκοι κατοικούσαν στη περιοχή.[12] Αυτοί οι Αμπάσγκοι (Αμπχάζιοι) περιγράφονταν από τον Προκόπιο ως πολεμοχαρείς, λατρευτές τριών θεοτήτων, υπό την κυριαρχία του Βασιλείου της Λαζικής.[12] Η άποψη της Αμπχαζίας είναι ότι οι Απσιλάε και οι Αμπάσγκοι είναι πρόγονοι της ομάδας λαών Αμπχάζ-Αντίγκε, ενώ η γεωργιανή άποψη είναι ότι αυτοί ήταν Καρτβελιανοί (Γεωργιανοί).[13]

Όταν η δυναστεία των Άτσμπα ίδρυσε το Βασίλειο της Αμπχαζίας στη δεκαετία του 780 και απελευθερώθηκε από τη βυζαντινή ηγεμονία, η Αμπχαζία έγινε μέρος του γεωργιανού πολιτιστικού κόσμου. Η τοπική αριστοκρατία, ο κλήρος και η εκπαιδευμένη τάξη χρησιμοποιούσαν τη γεωργιανή ως γλώσσα αλφαβητισμού και πολιτισμού. Τα γεωργιανά θα παραμείνουν η δεύτερη γλώσσα για πολλούς Αμπχάζιους έως ότου η ρωσική την αντικατέστησε στις αρχές του 20ού αιώνα. Από τις αρχές του 11ου έως τον 15ο αιώνα, η Αμπχαζία ήταν μέρος της πανγεωργιανής μοναρχίας, αλλά στη συνέχεια έγινε ένα ξεχωριστό πριγκιπάτο της Αμπχαζίας, το οποίο επρόκειτο να κατακτηθεί από τους Οθωμανούς.[εκκρεμεί παραπομπή]

Προς τα τέλη του 17ου αιώνα, η περιοχή έγινε θέατρο εκτεταμένου δουλεμπορίου και πειρατείας. Σύμφωνα με μια αμφιλεγόμενη θεωρία που ανέπτυξε ο Πάβλε Ινγκορόκβα και μερικοί άλλοι γεωργιανοί μελετητές στη δεκαετία του 1950, εκείνη την εποχή αρκετές παγανιστικές Βορειοδυτικές Καυκάσιες φυλές Αμπάζα μετανάστευσαν από το βορρά και συνδυάστηκαν με τα τοπικά εθνοτικά στοιχεία, μεταβάλλοντας σημαντικά τη δημογραφική κατάσταση της περιοχής. Αυτές οι απόψεις χαρακτηρίστηκαν ως εθνοκεντρικές και είχαν μικρή ιστορική στήριξη.[14][15] Χρησίμευσαν ως πνευματική υποστήριξη στην πολιτική αφομοίωσης του Στάλιν[16] και είχε μια βαθιά επιρροή στον γεωργιανό εθνικισμό στη δεκαετία του 1980.[17]

Η ρωσική κατάκτηση της Αμπχαζίας από τη δεκαετία του 1810 έως τη δεκαετία του 1860 συνοδεύτηκε από μαζική απέλαση των Μουσουλμάνων Αμπχάζιων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την εισαγωγή μιας ισχυρής πολιτικής εκρωσισμού. Ως εκ τούτου, η διασπορά των Αμπχάζιων εκτιμάται σήμερα ότι αριθμεί τουλάχιστον διπλάσιο αριθμό σε σύγκριση με τους Αμπχάζιους που κατοικούν στην Αμπχαζία. Το μεγαλύτερο μέρος της διασποράς ζει σήμερα στην Τουρκία, με εκτιμήσεις που κυμαίνονται από 100.000 έως 500.000, με μικρότερες ομάδες στη Συρία (5.000 - 10.000) και στην Ιορδανία. Τα τελευταία χρόνια, μερικοί από αυτούς έχουν μεταναστεύσει στη Δύση, κυρίως στη Γερμανία (5.000), την Ολλανδία, την Ελβετία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία και τις Ηνωμένες Πολιτείες (κυρίως στο Νιου Τζέρσεϊ).[18]

Μετά την ρωσική επανάσταση του 1917, η Αμπχαζία αποτέλεσε μέρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γεωργίας, αλλά κατακτήθηκε από τον Κόκκινο Στρατό το 1921 και τελικά προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση ως Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία συνδεδεμένη με την Γεωργιανή ΣΣΔ. Το καθεστώς της Αμπχαζίας υποβαθμίστηκε το 1931, όταν έγινε αυτόνομη ΣΣΔ εντός της Γεωργιανής ΣΣΔ. Υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, εισήχθη μια βίαιη κολεκτιβοποίηση και η μητρική κομμουνιστική ελίτ διώχθηκε. Επίσης, ενθαρρύνθηκε η εισροή Αρμενίων, Ρώσων και Γεωργιανών στον αναπτυσσόμενο τομέα της γεωργίας και του τουρισμού, ενώ τα Αμπχαζικά σχολεία έκλεισαν για λίγο. Μέχρι το 1989, ο αριθμός των Αμπχάζιων είχε μειωθεί περίπου σε 93.000 άτομα (18% του πληθυσμού της αυτόνομης δημοκρατίας), ενώ ο γεωργιανός πληθυσμός ανερχόταν σε 240.000 άτομα (45%). Ο αριθμός των Αρμενίων (15% του συνόλου του πληθυσμού) και των Ρώσων (14%) αυξήθηκε επίσης σημαντικά.[εκκρεμεί παραπομπή]

Χάρτης της σύγχρονης Αμπχαζίας

Ο πόλεμος στην Αμπχαζία το 1992-1993 έδωσε στους Αμπχάζιους μια εθνοτική πλειοψηφία 45%, με Ρώσους, Αρμένιους, Γεωργιανούς, Έλληνες και Εβραίους να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πληθυσμού της Αμπχαζίας. Η απογραφή του 2003 καθόρισε τον συνολικό αριθμό των Αμπχάζιων στην Αμπχαζία στα 94.606 άτομα.[1] Ωστόσο, τα ακριβή δημογραφικά στοιχεία για την περιοχή αμφισβητούνται και υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά στοιχεία.[19] Ο ντε φάκτο πρόεδρος της Αμπχαζίας Σεργκέι Μπαγκάπς πρότεινε το 2005 ότι στην Αμπχαζία ζούσαν λιγότεροι από 70.000 εθνοτικοί Αμπχάζιοι.[20]

Κατά την απογραφή του 2011, στην Αμπχαζία ζούσαν 122.175 Αμπχάζιοι. Αποτελούσαν το 50.8% του συνολικού πληθυσμού της δημοκρατίας.[21]

Κατά τη διάρκεια της συριακής εξέγερσης, αρκετοί Αμπχάζιοι που ζούσαν στη Συρία επέστρεψαν στην Αμπχαζία.[6] Μέχρι τα μέσα Απριλίου 2013, περίπου 200 Σύροι Αμπχαζικής καταγωγής έφτασαν στην Αμπχαζία.[22][23] Περίπου 150 αναμένεται να φτάσουν μέχρι τα τέλη Απριλίου.[22] Η ηγεσία της Αμπχαζίας δήλωσε ότι θα συνεχίσει τον επαναπατρισμό των Αμπχάζιων που ζουν στο εξωτερικό.[23] Μέχρι τον Αύγουστο του 2013, έφτασαν 531 Αμπχάζιοι από τη Συρία σύμφωνα με την Αμπχαζιανή κυβέρνηση.[24]

Η τυπική οικονομία είναι ισχυρή στην εκτροφή βοοειδών, τη μελισσοκομία, την αμπελουργία και τη γεωργία.

Ο λαός των Αμπχάζιων είναι κατά κύριο λόγο διαιρεμένος σε κοινότητες Αμπχάζιων Ορθόδοξων Χριστιανών και Σουνιτών Μουσουλμάνων (Χαναφί) (που κυριαρχούν στην Αμπχαζία και την Τουρκία αντίστοιχα), αλλά οι αυτόχθονες μη-Αβρααμικές πεποιθήσεις ήταν πάντα ισχυρές.[25] Παρόλο που ο Χριστιανισμός έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη σφαίρα των κύκλων των γειτόνων του στον πρώτο αιώνα μ.Χ. μέσω των ταξιδιών και τα κηρύγματα του Απόστολου Ανδρέα,[26] και έγινε η κυρίαρχη θρησκεία των Κιρκάσιων στον 3ο με 4ο αιώνα, ο Χριστιανισμός έγινε η κυρίαρχη θρησκεία των Αμπχάζιων τον 6ο αιώνα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ και συνέχισε υπό τους βασιλιάδες της Γεωργίας κατά τον Υψηλό Μεσαίωνα. Οι Οθωμανοί εισήγαγαν το Ισλάμ τον 16ο αιώνα και η περιοχή έγινε σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανική σταδιακά μέχρι τη δεκαετία του 1860. Όταν ένα μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού καθαρίστηκε εθνικά στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Χριστιανοί έγιναν και πάλι η κύρια θρησκεία στη περιοχή.

Πολλοί Μουσουλμάνοι Τσερκέσιοι, Αμπχάζιοι και Τσετσένιοι μετανάστευσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά από εξεγέρσεις κατά της ρωσικής κυριαρχίας.[27] Πιστεύεται ότι η κοινότητα της Αμπχάζιων στην Τουρκία είναι μεγαλύτερη από αυτήν της ίδιας της Αμπχαζίας.[27] Εκτιμώνται περίπου 250 χωριά Αμπχάζ-Αμπάζα σε όλη στη Τουρκία.[27] Σύμφωνα με τον Άντριου Ντάλμπι, οι ομιλητές των Αμπχαζικών μπορεί να αριθμούν περισσότερα από 100.000 άτομα στην Τουρκία,[28] Ωστόσο, η απογραφή του 1965 κατέγραψε μόνο 4.700 μητρικούς ομιλητές και σε 8.000 δευτεροβάθμιους ομιλητές.[29] Από τους 15.000 εθνοτικούς Αμπχάζιους στην Τουρκία, μόνο 4.000 μιλούν τη γλώσσα, ενώ οι υπόλοιποι έχουν αφομοιωθεί στα τουρκικά.[30]

Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σύμφωνα με την "Περί Βασιλείου τάξη" (εθιμοτυπία) ο Ηγεμόνας των Αβασγών έφερε τον επίσημο τίτλο του Εξουσιαστού ή Εξουσιοκράτορα στην ιεραρχία των χριστιανών ηγεμόνων, με επικεφαλής τον εκάστοτε Αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

Αξιοσημείωτα άτομα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 (2003) 2003 Census statistics (Ρωσικά)
  2. Всероссийская перепись населения 2002 года - 1. Национальный состав населения [All-Russia Population Census of 2002 - 1. The national composition of the population] (στα Ρωσικά). Russian Federal State Statistics Service. 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (XLS) στις 29 Φεβρουαρίου 2016. 
  3. http://abkhazworld.com/aw/diaspora/172-turkish-abkhazians-enjoying-independence-of-their-far-away-country
  4. «All-Ukrainian population census 2001 - The distribution of the population by nationality and mother tongue». State Statistics Service of Ukraine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαρτίου 2007. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2006. 
  5. βλέπε τμήμα διασποράς
  6. 6,0 6,1 «Abkhaz Syrians return home». Voice of Russia. 5 Μαΐου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2012. 
  7. 7,0 7,1 Πάπυρος Λαρούς
  8. «'The journey of Frédéric Dubois de Montpéreux in the Caucasus, to the Cherkhesians and Abkhazians, in Colchida, in Georgia, in Armenia and Crimea'». silk.european-heritage.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουλίου 2006. 
  9. Asya Pereltsvaig (9 Φεβρουαρίου 2012). Languages of the World: An Introduction. Cambridge University Press. σελίδες 66–. ISBN 978-1-107-00278-4. 
  10. Moshe Gammer (25 Ιουνίου 2004). The Caspian Region, Volume 2: The Caucasus. Routledge. σελίδες 79–. ISBN 978-1-135-77540-7. 
  11. 11,0 11,1 11,2 Hoiberg, Dale H., επιμ. (2010). «Abkhaz». Encyclopædia Britannica. I: A-ak Bayes (15th έκδοση). Chicago, Illinois: Encyclopædia Britannica Inc., σσ. 33. ISBN 978-1-59339-837-8. https://archive.org/details/newencyclopaedia2009ency/page/33. 
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Olson 1994, σελ. 6.
  13. Smith 1998, σελ. 55.
  14. Smith, Graham (1998). Nation-building in the post-Soviet borderlands: the politics of national identities. Cambridge University Press. σελ. 55. ISBN 978-0-521-59968-9. 
  15. [1]
  16. de Waal, Thomas (2010). The Caucasus: an introduction. Oxford University Press. σελ. 151. ISBN 978-0-19-539976-9. 
  17. Coppieters, Bruno (2004). Europeanization and conflict resolution: case studies from the European periphery. America Press. σελ. 196. ISBN 978-90-382-0648-6. 
  18. Chirikba 2003 p6-8
  19. Georgians and Abkhazians. The Search for a Peace Settlement Αρχειοθετήθηκε 2008-05-28 στο Wayback Machine. (Notes and References section), by various authors, Vrije Universiteit Brussel, August 1998.
  20. Bagapsh Speaks of Abkhazia’s Economy, Demographic Situation Αρχειοθετήθηκε 2016-06-01 στο Wayback Machine.. Civil Georgia. 10 October 2005
  21. 2011 Census results
  22. 22,0 22,1 James Brooke (15 Απριλίου 2013). «Syrian Refugees Go 'Home' to Former Russian Riviera». Voice of America. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2013. 
  23. 23,0 23,1 «Over two hundred representatives of the Abkhazian diaspora in Syria want to return to their historical homeland». Abkhaz World. 2 Απριλίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2013. 
  24. «"Repatriates" settling in Abkhazia». The Messenger. 7 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 31 Αυγούστου 2013. 
  25. Johansons, Andrejs. (Feb. 1972) The Shamaness of the Abkhazians. History of Religions. Vol. 11, No. 3. pp. 251–256.
  26. Taylor, Jeremy (1613–1667). Antiquitates christianæ, or, The history of the life and death of the holy Jesus as also the lives acts and martyrdoms of his Apostles: in two parts. σελ. 101. 
  27. 27,0 27,1 27,2 Tracey German (8 Απριλίου 2016). Regional Cooperation in the South Caucasus: Good Neighbours Or Distant Relatives?. Routledge. σελίδες 110–. ISBN 978-1-317-06913-3. 
  28. Andrew Dalby (28 Οκτωβρίου 2015). Dictionary of Languages: The definitive reference to more than 400 languages. Bloomsbury Publishing. σελίδες 1–. ISBN 978-1-4081-0214-5. 
  29. Gachechiladze 2014, σελ. 81.
  30. Steven L. Danver (10 Μαρτίου 2015). Native Peoples of the World: An Encyclopedia of Groups, Cultures and Contemporary Issues. Routledge. σελίδες 259–. ISBN 978-1-317-46400-6. 
  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τ.1ος, σ.29.
  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρους Μπριτάννικα" τ.1ος, σ.57.
  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρους, 1963" τ.1ος, σ.18.