Ευξενίτης
Ευξενίτης. Προέλευση: Vegusdal, Νορβηγία | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Οξείδια |
Χημικός τύπος | (Y, Ca, Er, La, Ce, U, Th)(Nb, Ta, Ti)2O6 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 4,3 - 5,9 gr/cm³ (αναλόγως συστάσεως) |
Χρώμα | Μαύρο, καστανόμαυρο, πρασινόμαυρο, κιτρινοκάστανο. |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Ρομβικό |
Κρύσταλλοι | Συμπαγείς πρισματικοί μέχρι 10 cm ή πεπλατυσμένοι |
Υφή | Συμπαγής, ακτινωτή |
Διδυμία | Συχνή {201}, σπάνια {101}, {013} |
Σκληρότητα | 5,5 - 6,5 |
Σχισμός | Όχι |
Θραύση | Κογχοειδής |
Λάμψη | Μεταλλική |
Γραμμή κόνεως | Κίτρινωπή, γκρίζα ή καστανέρυθρη |
Πλεοχρωισμός | Δεν παρατηρείται |
Διαφάνεια | Αδιαφανής |
Παρατηρήσεις | Ενίοτε ραδιενεργός |
Ο ευξενίτης (αγγλ. euxenite) είναι ορυκτό των σπανίων γαιών, σχηματίζοντας πλήρεις παραμίξεις με όλα τα στοιχεία που συμμετέχουν στη σύστασή του, γι' αυτό και του έχει αποδοθεί το προσωνύμιο «σκουπιδοτενεκές των ορυκτών», όπως και στο άλλο ακραίο μέλος της σειράς, τον πολυκράση (polycrase, (Y,U)(Ti,Nb)2O6)[1]). Το όνομα του ευξενίτη προέρχεται από την ελληνική λέξη «εύξεινος» («ευ» και «ξένος»), δηλ. φιλόξενος, λόγω ακριβώς της μεγάλης ποικιλίας μετάλλων σπανίων γαιών που συμμετέχουν στη σύστασή του.
Απαντάται σε γρανιτικούς πηγματίτες και ως συστατικό ιζηματογενούς προελεύσεως μαύρων άμμων. Σχετίζεται με χαλαζία, αστρίους, βιοτίτη, μοσχοβίτη (λόγω της πηγματιτικής του φύσης) και τανταλίτη, κολουμβίτη, μοναζίτη, γαδολινίτη, αισχυνίτη, θορίτη, σαμαρσκίτη και ουρανινίτη.
Το 1879 ο Λαρς Νίλσον (Lars Fredrik Nilson) και η ομάδα του ανακάλυψαν το χημικό στοιχείο σκάνδιο με φασματοσκοπική ανάλυση, σε μεταλλεύματα ευξενίτη και γαδολινίτη από τη Σκανδιναβία. Αν και κανένα ορυκτό δεν περιέχει σκάνδιο, οι ερευνητές μάλλον είχαν δείγματα ορυκτών που περιείχαν το (δύσκολα διακρινόμενο μακροσκοπικά) πυριτικό ορυκτό θορτβεϊτίτη (Thortveitite)[2]
Αν και δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο ορυκτό, αποτελεί μετάλλευμα σπανίων γαιών και, λόγω υψηλής σκληρότητας και απουσίας σχισμού, χρησιμοποιείται ενίοτε και στην κοσμηματοποιία. Ωστόσο, πριν χρησιμοποιηθεί για αυτό το σκοπό, πρέπει να ελεγχθεί προσεκτικά, επειδή ορισμένα από τα στοιχεία που συμμετέχουν στη σύστασή του είναι ραδιενεργά.
Ανευρίσκεται ιδιαίτερα στη Νορβηγία (περιοχές Iveland και Aust-Agder), τη Σουηδία, τα Ουράλια όρη της Ρωσίας, την περιοχή Minas Gerais της Βραζιλίας, τη Μαδαγασκάρη, τη Γερμανία και τον Καναδά. Επίσης σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ, ιδιαίτερα όμως στην Αριζόνα, το Ουαϊόμινγκ και το Κολοράντο. Δεν έχει ανευρεθεί στην Ελλάδα.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1-4437-4224-4
- Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 0-395-91096-X
- Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ . Το όνομα του πολυκράση προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «πολύς» και «κράσις» ( = ανάμιξη)
- ↑ Schetelig, J. (1922): Thortveitit- Ein scandiumsilikat, (Sc, Y)2Si2O7. in Brøgger, W.C, Vogt, Th. & Schetelig, J. (1922): Die Mineralien der südnorwegischen Granitpegmatitgänge. II. Silikate der seltenen Erde. Videnskapsselskapets Skrifter. I.Mat-Naturv. Klasse 1922. 11, 51-87 στο Mindat