όταν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όταν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅταν < ὅτʼ ἄν (ὅτε ἄν)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈo.tan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ταν
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]όταν (χρονικός σύνδεσμος)
- εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις
- εισάγει δευτερεύουσες χρονικο-υποθετικές προτάσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρονικός σύνδεσμος
Πηγές
[επεξεργασία]- όταν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας