χρέωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρέωση | οι | χρεώσεις |
γενική | της | χρέωσης* | των | χρεώσεων |
αιτιατική | τη | χρέωση | τις | χρεώσεις |
κλητική | χρέωση | χρεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρέωση θηλυκό
- (οικονομία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρεώνω