φραπέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Φραπέ σε γυάλινο ποτήρι με καλαμάκι.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φραπέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική frappé (χτυπημένος) < frapper < φραγκικά *hrapōn < πρωτογερμανική *hrapōną / *hrapjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)krep- / *(s)kreb-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φραπέ ουδέτερο άκλιτο

  • (καφές) είδος στιγμιαίου καφέ που παρασκευάζεται με χτύπημα με νερό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • γίνομαι φραπέ: ανακατεύομαι, μπερδεύομαι ή τσακώνομαι πάρα πολύ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]