τάχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάχα < αρχαία ελληνική τάχα
Επίρρημα
[επεξεργασία]τάχα
- (σε ερωτήσεις) άραγε (εκφράζει απορία)
- ※ Έρωτας τάχα να ’ν’ αυτό / που έτσι με κάνει να ποθώ / τη συντροφιά σου… (από ποίημα της Μυρτιώτισσας)
- δήθεν (για κάτι που το θεωρούμε προσποιητό, υποκριτικό, αναληθές)
- ↪Έλειπε χτες από τη δουλειά. Ήτανε λέει τάχα άρρωστος.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τάχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάχα < ταχύς
Επίρρημα
[επεξεργασία]τάχα
- γρήγορα
- ίσως (για να εκφράσει πιθανότητα ή βεβαιότητα)
- ὑμεῖς δὲ τάχα οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν. - Εσείς όμως ίσως δεν έχετε δει τι συμβαίνει σε μια πόλη που κυβερνιέται από τύραννο (Πλάτων, Νόμοι, 711a