συνάμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνάμα < (ελληνιστική κοινή) συνάμα < αρχαία ελληνική σύν + ἅμα
Επίρρημα
[επεξεργασία]συνάμα
- συγχρόνως, ταυτόχρονα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνάμα
|