συμβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμβολή οι συμβολές
      γενική της συμβολής των συμβολών
    αιτιατική τη συμβολή τις συμβολές
     κλητική συμβολή συμβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμβολή < αρχαία ελληνική συμβολή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμβολή θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμβάλλω, το πνευματικό ή υλικό έργο που κάποιος έκανε στα πλαίσια μιας κοινής ενέργειας ή προσπάθειας
     συνώνυμα: συνεισφορά
  2. το σημείο που συναντιούνται και ενώνονται δύο ή περισσότεροι δρόμοι, ποτάμια, αρτηρίες κλπ.
     συνώνυμα: διασταύρωση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμβολή αἱ συμβολαί
      γενική τῆς συμβολῆς τῶν συμβολῶν
      δοτική τῇ συμβολ ταῖς συμβολαῖς
    αιτιατική τὴν συμβολήν τὰς συμβολᾱ́ς
     κλητική ! συμβολή συμβολαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμβολᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συμβολαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμβολή < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

συμβολή, -ῆς θηλυκό

  1. σημείο συνάντησης, ένωσης (π.χ. ποταμών, δρόμων), διασταύρωση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 1.29
    ὁ δέ, οὗπέρ ἐστι χωρίον ἐπίπεδον ἐν ταῖς συμβολαῖς τῆς τε ἐπ᾽ Εὐτρησίων καὶ τῆς ἐπὶ Μηλέας ὁδοῦ, ἐνταῦθα ἐκβὰς παρετάξατο ὡς μαχούμενος.
    Ο Αρχίδαμος βγήκε στο πεδινό μέρος που βρίσκεται στη διασταύρωση των δρόμων προς τους Ευτρησίους και προς τη Μηλέα, κι εκεί παρέταξε τον στρατό του για μάχη.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  2. συναρμογή
  3. συναρμολόγηση
  4. (ιατρική) (για τα οστά) άρθρωση
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De anatomicis administrationibus, 1.10, p.270 @scaife.perseus
    ἐκτείνοντι γὰρ τὸν καρπὸν, ἔπειτα συνάγοντι, τῶν ὀστῶν ἡ συμβολὴ φαίνεται, καὶ διὰ τῶν συνδέσμων κίνησίν τινα βραχεῖαν, ὡς ἔφην, ἐνδεικνυμένη.
  5. (στον πληθ.) συνεισφορά, έρανος για ένα συμπόσιο, δείπνο
  6. (μεταφορικά) μάχη, συμπλοκή, σύγκρουση
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 159.5
    οἱ δὲ Κυρηναῖοι ἐκστρατευσάμενοι ἐς Ἴρασα χῶρον καὶ ἐπὶ κρήνην Θέστην συνέβαλόν τε τοῖσι Αἰγυπτίοισι καὶ ἐνίκησαν τῇ συμβολῇ.
    Κι οι Κυρηναίοι βγήκαν με το στρατό τους στην τοποθεσία Ίρασα, κοντά στην πηγή Θέστη, κι ήρθαν στα χέρια με τους Αιγυπτίους και βγήκαν νικητές στη σύγκρουση.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  7. (μεταφορικά) σύμπραξη, συνεργασία
  8. συμβόλαιο, σύμφωνο, συμφωνητικό
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ρητορική, (1360a)
    Ἔτι δὲ περὶ τροφῆς, πόση [δαπάνη] ἱκανὴ τῇ πόλει καὶ ποία, ἡ αὐτοῦ τε γιγνομένη καὶ εἰσαγώγιμος, καὶ τίνων τ᾽ ἐξαγωγῆς δέονται καὶ τίνων εἰσαγωγῆς, ἵνα πρὸς τούτους καὶ συνθῆκαι καὶ συμβολαὶ γίγνωνται·
    Εν σχέσει με τα τρόφιμα ο ρήτορας οφείλει να γνωρίζει πόσα και ποιά είναι αρκετά για την πόλη — όχι μόνο από αυτά που παράγονται στη χώρα, αλλά και από αυτά που εισάγονται από έξω· επίσης ποιά τρόφιμα πρέπει να εξάγει η πόλη και ποιά να εισάγει, ώστε να γίνονται με όλους αυτούς οι απαραίτητες συμβάσεις και συμφωνίες·
    Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
  9. προικοσύμφωνο
  10. διασκέδαση, ευωχία, γεύμα
  11. (ιατρική) ραφή, ένωση των κρανιακών οστών