συμβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμβολή | οι | συμβολές |
γενική | της | συμβολής | των | συμβολών |
αιτιατική | τη | συμβολή | τις | συμβολές |
κλητική | συμβολή | συμβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβολή < αρχαία ελληνική συμβολή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμβολή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμβάλλω, το πνευματικό ή υλικό έργο που κάποιος έκανε στα πλαίσια μιας κοινής ενέργειας ή προσπάθειας
- το σημείο που συναντιούνται και ενώνονται δύο ή περισσότεροι δρόμοι, ποτάμια, αρτηρίες κλπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμβολή
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συμβολή | αἱ | συμβολαί |
γενική | τῆς | συμβολῆς | τῶν | συμβολῶν |
δοτική | τῇ | συμβολῇ | ταῖς | συμβολαῖς |
αιτιατική | τὴν | συμβολήν | τὰς | συμβολᾱ́ς |
κλητική ὦ! | συμβολή | συμβολαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμβολᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμβολαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβολή < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]συμβολή, -ῆς θηλυκό
- σημείο συνάντησης, ένωσης (π.χ. ποταμών, δρόμων), διασταύρωση
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 1.29
- ὁ δέ, οὗπέρ ἐστι χωρίον ἐπίπεδον ἐν ταῖς συμβολαῖς τῆς τε ἐπ᾽ Εὐτρησίων καὶ τῆς ἐπὶ Μηλέας ὁδοῦ, ἐνταῦθα ἐκβὰς παρετάξατο ὡς μαχούμενος.
- Ο Αρχίδαμος βγήκε στο πεδινό μέρος που βρίσκεται στη διασταύρωση των δρόμων προς τους Ευτρησίους και προς τη Μηλέα, κι εκεί παρέταξε τον στρατό του για μάχη.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ὁ δέ, οὗπέρ ἐστι χωρίον ἐπίπεδον ἐν ταῖς συμβολαῖς τῆς τε ἐπ᾽ Εὐτρησίων καὶ τῆς ἐπὶ Μηλέας ὁδοῦ, ἐνταῦθα ἐκβὰς παρετάξατο ὡς μαχούμενος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 1.29
- συναρμογή
- συναρμολόγηση
- (ιατρική) (για τα οστά) άρθρωση
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De anatomicis administrationibus, 1.10, p.270 @scaife.perseus
- ἐκτείνοντι γὰρ τὸν καρπὸν, ἔπειτα συνάγοντι, τῶν ὀστῶν ἡ συμβολὴ φαίνεται, καὶ διὰ τῶν συνδέσμων κίνησίν τινα βραχεῖαν, ὡς ἔφην, ἐνδεικνυμένη.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De anatomicis administrationibus, 1.10, p.270 @scaife.perseus
- (στον πληθ.) συνεισφορά, έρανος για ένα συμπόσιο, δείπνο
- (μεταφορικά) μάχη, συμπλοκή, σύγκρουση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 159.5
- οἱ δὲ Κυρηναῖοι ἐκστρατευσάμενοι ἐς Ἴρασα χῶρον καὶ ἐπὶ κρήνην Θέστην συνέβαλόν τε τοῖσι Αἰγυπτίοισι καὶ ἐνίκησαν τῇ συμβολῇ.
- Κι οι Κυρηναίοι βγήκαν με το στρατό τους στην τοποθεσία Ίρασα, κοντά στην πηγή Θέστη, κι ήρθαν στα χέρια με τους Αιγυπτίους και βγήκαν νικητές στη σύγκρουση.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οἱ δὲ Κυρηναῖοι ἐκστρατευσάμενοι ἐς Ἴρασα χῶρον καὶ ἐπὶ κρήνην Θέστην συνέβαλόν τε τοῖσι Αἰγυπτίοισι καὶ ἐνίκησαν τῇ συμβολῇ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 159.5
- (μεταφορικά) σύμπραξη, συνεργασία
- συμβόλαιο, σύμφωνο, συμφωνητικό
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1360a)
- Ἔτι δὲ περὶ τροφῆς, πόση [δαπάνη] ἱκανὴ τῇ πόλει καὶ ποία, ἡ αὐτοῦ τε γιγνομένη καὶ εἰσαγώγιμος, καὶ τίνων τ᾽ ἐξαγωγῆς δέονται καὶ τίνων εἰσαγωγῆς, ἵνα πρὸς τούτους καὶ συνθῆκαι καὶ συμβολαὶ γίγνωνται·
- Εν σχέσει με τα τρόφιμα ο ρήτορας οφείλει να γνωρίζει πόσα και ποιά είναι αρκετά για την πόλη — όχι μόνο από αυτά που παράγονται στη χώρα, αλλά και από αυτά που εισάγονται από έξω· επίσης ποιά τρόφιμα πρέπει να εξάγει η πόλη και ποιά να εισάγει, ώστε να γίνονται με όλους αυτούς οι απαραίτητες συμβάσεις και συμφωνίες·
- Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- Ἔτι δὲ περὶ τροφῆς, πόση [δαπάνη] ἱκανὴ τῇ πόλει καὶ ποία, ἡ αὐτοῦ τε γιγνομένη καὶ εἰσαγώγιμος, καὶ τίνων τ᾽ ἐξαγωγῆς δέονται καὶ τίνων εἰσαγωγῆς, ἵνα πρὸς τούτους καὶ συνθῆκαι καὶ συμβολαὶ γίγνωνται·
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1360a)
- προικοσύμφωνο
- διασκέδαση, ευωχία, γεύμα
- (ιατρική) ραφή, ένωση των κρανιακών οστών
Πηγές
[επεξεργασία]- συμβολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμβολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Γαληνό (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)