σοφός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σοφός | η | σοφή | το | σοφό |
γενική | του | σοφού | της | σοφής | του | σοφού |
αιτιατική | τον | σοφό | τη | σοφή | το | σοφό |
κλητική | σοφέ | σοφή | σοφό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σοφοί | οι | σοφές | τα | σοφά |
γενική | των | σοφών | των | σοφών | των | σοφών |
αιτιατική | τους | σοφούς | τις | σοφές | τα | σοφά |
κλητική | σοφοί | σοφές | σοφά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σοφός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφός (ικανός σε τέχνη)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sap- (προσπαθώ, επιτυγχάνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /soˈfos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φός
Επίθετο
[επεξεργασία]σοφός, -ή, -ό
- (για άνθρωπο) που γνωρίζει πολλά για τον κόσμο και τα πράγματα και η γνώση του έχει βάθος, ποιότητα και αποτελεσματικότητα
- (για ενέργεια, λόγο κ.λπ.) που χαρακτηρίζεται από γνώση και ορθή κρίση
Παράγωγα
[επεξεργασία]- σοφά (επίρρημα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σοφός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σοφός | οι | σοφοί |
γενική | του/της | σοφού | των | σοφών |
αιτιατική | τον/τη | σοφό | τους/τις | σοφούς |
κλητική | σοφέ | σοφοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
σοφός αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι σοφός, βαθύς γνώστης ενός θέματος
- ⮡ παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως
και όλοι να λένε, να ένας σοφός! / μία σοφός! (από το τραγουδάκι γενεθλίων)
- ⮡ παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σοφός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σοφός | ἡ | σοφή | τὸ | σοφόν |
γενική | τοῦ | σοφοῦ | τῆς | σοφῆς | τοῦ | σοφοῦ |
δοτική | τῷ | σοφῷ | τῇ | σοφῇ | τῷ | σοφῷ |
αιτιατική | τὸν | σοφόν | τὴν | σοφήν | τὸ | σοφόν |
κλητική ὦ! | σοφέ | σοφή | σοφόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | σοφοί | αἱ | σοφαί | τὰ | σοφᾰ́ |
γενική | τῶν | σοφῶν | τῶν | σοφῶν | τῶν | σοφῶν |
δοτική | τοῖς | σοφοῖς | ταῖς | σοφαῖς | τοῖς | σοφοῖς |
αιτιατική | τοὺς | σοφούς | τὰς | σοφᾱ́ς | τὰ | σοφᾰ́ |
κλητική ὦ! | σοφοί | σοφαί | σοφᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σοφώ | τὼ | σοφᾱ́ | τὼ | σοφώ |
γεν-δοτ | τοῖν | σοφοῖν | τοῖν | σοφαῖν | τοῖν | σοφοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σοφός ήδη τον 7ο αιώνα πκε στον Αρχίλοχο[1] < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]σοφός, -ή, -όν, συγκριτικός :σοφώτερος, υπερθετικός : σοφώτατος
- (για τεχνίτη, εργαζόμενο, ποιητή, μουσικό) πεπειραμένος, ικανός, επιδέξιος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 40 (44 D., 33 L. B.) @archive.org, @perseus.tufts.edu, @archive.org
- τρίαιναν έσθλός και κυβερνήτης σοφός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 40 (44 D., 33 L. B.) @archive.org, @perseus.tufts.edu, @archive.org
- ευφυής, σώφρων, συνετός, επινοητικός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1038 (1036-1039)
- ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς οὐκ ἄκαιρα φαίνεται | λέγειν· ἄνωγε γάρ σε τὴν αὐθαδίαν | μεθέντ᾽ ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν. | πιθοῦ· σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν.
- Σε μας δε φαίνεται άδικο σ᾽ αυτά που λέει | να ᾽χει ο Ερμής, που σου ζητάει να παρατήσεις | το πείσμα και σε φρόνιμη να στρέψεις γνώμη· | πείσου, κι είναι ντροπή ο σοφός έξω να πέφτει.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς οὐκ ἄκαιρα φαίνεται | λέγειν· ἄνωγε γάρ σε τὴν αὐθαδίαν | μεθέντ᾽ ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν. | πιθοῦ· σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1038 (1036-1039)
- πολυμαθής, πεπαιδευμένος, ευρυμαθής
- (για πράγματα) που έχει επινοηθεί με ευφυΐα, φρόνιμος, συνετός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 139 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.138-4.139)
- μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον | βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων·
- με απαλή φωνή σταλάζοντας τις λέξεις, | των σοφών λόγων έθεσε τη βάση:
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον | βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 139 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.138-4.139)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ s.v. σοφός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- σοφός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σοφός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σοφός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αρχίλοχο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πίνδαρο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)