σκόνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκόνη | οι | σκόνες |
γενική | της | σκόνης | των | (σκονών) |
αιτιατική | τη | σκόνη | τις | σκόνες |
κλητική | σκόνη | σκόνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκόνη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκόνη < αρχαία ελληνική κόνις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsko.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκό‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκόνη θηλυκό
- τριμμένο χώμα που αιωρείται στον αέρα ή κατακάθεται αργότερα σε επιφάνειες
- δούλευε στο νταμάρι και είναι γεμάτος σκόνη
- φύσηξε δυνατός αέρας και σήκωσε σκόνη από τους ξερούς χωματόδρομους
- ≈ συνώνυμα: κονιορτός, κουρνιαχτός
- στερεή ουσία που έχει τριφτεί και αποτελείται από πολύ μικρούς και λεπτούς κόκκους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κόνις
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάνω κάποιον σκόνη: τον νικώ θριαμβευτικά, τον εξουθενώνω
- έφαγε τη σκόνη μου: έτρεχα πολύ γρήγορα και δεν μπορούσε να με φτάσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκόνη
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκόνη < αρχαία ελληνική κόν(ις) + -η με ανάπτυξη προτακτικού [s] από συμπροφορά με το άρθρο, όπως «τῆς σκόνης» /tis ˈkonis/ > /tiˈskonis/ > /tis ˈskonis/[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκόνη
- η σκόνη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σκόνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -η (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)