σκίαστρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκίαστρον | τὰ | σκίαστρα | ||||
γενική | τοῦ | σκιάστρου | τῶν | σκιάστρων | ||||
δοτική | τῷ | σκιάστρῳ | τοῖς | σκιάστροις | ||||
αιτιατική | τὸ | σκίαστρον | τὰ | σκίαστρα | ||||
κλητική ὦ! | σκίαστρον | σκίαστρα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsci.a.stɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκί‐α‐στρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκίαστρον ουδέτερο