σιχαμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιχαμάρα | οι | σιχαμάρες |
γενική | της | σιχαμάρας | — | |
αιτιατική | τη | σιχαμάρα | τις | σιχαμάρες |
κλητική | σιχαμάρα | σιχαμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιχαμάρα < μεσαιωνική ελληνική σιχαμός + -άρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιχαμάρα θηλυκό
- το αίσθημα που αισθάνεται κάποιος όταν σιχαίνεται κάποιον ή κάτι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιχαμάρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)