ρυπαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρυπαίνω < αρχαία ελληνική ῥυπαίνω < ῥύπος (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pollute)[1]
Ρήμα
[επεξεργασία]ρυπαίνω, πρτ.: ρύπανα, αόρ.: ρύπανα, παθ.φωνή: ρυπαίνομαι, π.αόρ.: ρυπάνθηκα, μτχ.π.π.: ρυπασμένος
- επιβαρύνω το περιβάλλον με επιβλαβείς ουσίες, ήχο ή φως
- ※ Όσο κι αν ρυπανθεί ο Σαρωνικός, θα μένει ελπίζω πάντα κάποια σχετικά καθαρή ακρογιαλιά. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
- (μεταφορικά) λερώνω, βρομίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ρύπος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρυπαίνω | ρύπαινα | θα ρυπαίνω | να ρυπαίνω | ρυπαίνοντας | |
β' ενικ. | ρυπαίνεις | ρύπαινες | θα ρυπαίνεις | να ρυπαίνεις | ρύπαινε | |
γ' ενικ. | ρυπαίνει | ρύπαινε | θα ρυπαίνει | να ρυπαίνει | ||
α' πληθ. | ρυπαίνουμε | ρυπαίναμε | θα ρυπαίνουμε | να ρυπαίνουμε | ||
β' πληθ. | ρυπαίνετε | ρυπαίνατε | θα ρυπαίνετε | να ρυπαίνετε | ρυπαίνετε | |
γ' πληθ. | ρυπαίνουν(ε) | ρύπαιναν ρυπαίναν(ε) |
θα ρυπαίνουν(ε) | να ρυπαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρύπανα | θα ρυπάνω | να ρυπάνω | ρυπάνει | ||
β' ενικ. | ρύπανες | θα ρυπάνεις | να ρυπάνεις | ρύπανε | ||
γ' ενικ. | ρύπανε | θα ρυπάνει | να ρυπάνει | |||
α' πληθ. | ρυπάναμε | θα ρυπάνουμε | να ρυπάνουμε | |||
β' πληθ. | ρυπάνατε | θα ρυπάνετε | να ρυπάνετε | ρυπάνετε | ||
γ' πληθ. | ρύπαναν ρυπάναν(ε) |
θα ρυπάνουν(ε) | να ρυπάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρυπάνει | είχα ρυπάνει | θα έχω ρυπάνει | να έχω ρυπάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ρυπάνει | είχες ρυπάνει | θα έχεις ρυπάνει | να έχεις ρυπάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ρυπάνει | είχε ρυπάνει | θα έχει ρυπάνει | να έχει ρυπάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρυπάνει | είχαμε ρυπάνει | θα έχουμε ρυπάνει | να έχουμε ρυπάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ρυπάνει | είχατε ρυπάνει | θα έχετε ρυπάνει | να έχετε ρυπάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρυπάνει | είχαν ρυπάνει | θα έχουν ρυπάνει | να έχουν ρυπάνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρυπαίνομαι | ρυπαινόμουν(α) | θα ρυπαίνομαι | να ρυπαίνομαι | ||
β' ενικ. | ρυπαίνεσαι | ρυπαινόσουν(α) | θα ρυπαίνεσαι | να ρυπαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | ρυπαίνεται | ρυπαινόταν(ε) | θα ρυπαίνεται | να ρυπαίνεται | ||
α' πληθ. | ρυπαινόμαστε | ρυπαινόμαστε ρυπαινόμασταν |
θα ρυπαινόμαστε | να ρυπαινόμαστε | ||
β' πληθ. | ρυπαίνεστε | ρυπαινόσαστε ρυπαινόσασταν |
θα ρυπαίνεστε | να ρυπαίνεστε | (ρυπαίνεστε) | |
γ' πληθ. | ρυπαίνονται | ρυπαίνονταν ρυπαινόντουσαν |
θα ρυπαίνονται | να ρυπαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρυπάνθηκα | θα ρυπανθώ | να ρυπανθώ | ρυπανθεί | ||
β' ενικ. | ρυπάνθηκες | θα ρυπανθείς | να ρυπανθείς | ρυπάνσου | ||
γ' ενικ. | ρυπάνθηκε | θα ρυπανθεί | να ρυπανθεί | |||
α' πληθ. | ρυπανθήκαμε | θα ρυπανθούμε | να ρυπανθούμε | |||
β' πληθ. | ρυπανθήκατε | θα ρυπανθείτε | να ρυπανθείτε | ρυπανθείτε | ||
γ' πληθ. | ρυπάνθηκαν ρυπανθήκαν(ε) |
θα ρυπανθούν(ε) | να ρυπανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ρυπανθεί | είχα ρυπανθεί | θα έχω ρυπανθεί | να έχω ρυπανθεί | ρυπασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ρυπανθεί | είχες ρυπανθεί | θα έχεις ρυπανθεί | να έχεις ρυπανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ρυπανθεί | είχε ρυπανθεί | θα έχει ρυπανθεί | να έχει ρυπανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ρυπανθεί | είχαμε ρυπανθεί | θα έχουμε ρυπανθεί | να έχουμε ρυπανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ρυπανθεί | είχατε ρυπανθεί | θα έχετε ρυπανθεί | να έχετε ρυπανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ρυπανθεί | είχαν ρυπανθεί | θα έχουν ρυπανθεί | να έχουν ρυπανθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ρυπασμένος - είμαστε, είστε, είναι ρυπασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ρυπασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ρυπασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ρυπασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ρυπασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ρυπασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ρυπασμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρυπαίνω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρυπαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)