πίντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίντα | οι | πίντες |
γενική | της | πίντας | των | πιντών |
αιτιατική | την | πίντα | τις | πίντες |
κλητική | πίντα | πίντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πίντα < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: pint
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πίντα θηλυκό