οχιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οχιά | οι | οχιές |
γενική | της | οχιάς | των | οχιών |
αιτιατική | την | οχιά | τις | οχιές |
κλητική | οχιά | οχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οχιά θηλυκό
- (φίδι) (Vipera ammodytes) είδος μεσαίου μεγέθους δηλητηριώδους φιδιού με τριγωνικό κεφάλι και γκρίζο, καφέ ή κοκκινωπό χρώμα και μια σκουρόχρωμη τεθλασμένη γραμμή στη ράχη. Λέγεται επίσης έχιδνα και όχεντρα
- τον δάγκωσε οχιά και τον πήγαν στις πρώτες βοήθειες
- (μεταφορικά) άνθρωπος που λέει κακίες εις βάρος άλλων, ερήμην τους
- αυτή η οχιά που έχεις μες στο σπίτι σου, σε έχει βάλει και τσακώνεσαι με τον κόσμο χωρίς λόγο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- οχιά διμούτσουνη: Απάντηση σε κάποιον που λέει συνέχεια όχι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- οχιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φίδια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)