ξανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανά < ἐξανά- ( < ἐξ + ἀνά) στην αρχή ρημάτων της αρχαίας ελληνικής όπως π.χ. το ἐξαναπληρόω-ῶ (αναπληρώνω εντελώς) και ἐξανευρίσκω (σκαρφίζομαι) που δήλωναν επανάληψη της διάθεσης του ρήματος. Με έκπτωση του αρχικού ε και αποχωρισμό του ξανα διαμορφώθηκε αυτοτελής πρόθεση που λόγω της χαλαρής σύνδεσής της με το ρήμα (βρίσκω ξανά, ξαναβρίσκω) κατέληξε επίρρημα
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ξανά
- για μια ακόμη φορά, πάλι
- ως πρώτο συνθετικό σε πολλές λέξεις για να δείξει την επανάληψη, σε άλλες από τις οποίες έχει αντικαταστήσει το ἀνά ενώ σε άλλες αποτελεί νεολογισμό
- με το μανά δείχνει τη διαρκή επανάληψη, την κουραστική ή εκνευριστική (ξανά-μανά)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ξαναπληρώνω (πληρώνω ξανά) αλλά αναπληρώνω (ξαναγεμίζω ένα κενό)
- ξαναγεννιέμαι και ξανανιώνω αλλά ανανεώνομαι
- ξαναφεύγω, ξαναπαίρνω, ξαναγυρίζω, ξαναφορμάρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανά
|