νεύρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεύρο | τα | νεύρα |
γενική | του | νεύρου | των | νεύρων |
αιτιατική | το | νεύρο | τα | νεύρα |
κλητική | νεύρο | νεύρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεύρο < αρχαία ελληνική νεῦρον (τένοντας)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεύρο ουδέτερο
- (ανατομία) λεπτός και επιμήκης κυλινδρικός ιστός που συνδέει τον εγκέφαλο με τα όργανα του σώματος, μεταφέροντας από αυτά τα ερεθίσματα που δέχονται και, αντίστροφα, μεταφέροντας προς αυτά τις εντολές που δίνει εγκέφαλος
- ο τένοντας
- λεπτές ίνες που διατρέχουν τα φύλλα και τους καρπούς των φυτών
- (μεταφορικά) η ζωτική δύναμη, η ζωντάνια
- περπατούσε ζωηρά, με νεύρο
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) η κατάσταση που βιώνει κανείς όταν είναι εκνευρισμένος
- σήμερα είμαι όλο νεύρα και δεν ξέρω τι μου φταίει
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- αιδοιικό νεύρο
- αιδομηρικό νεύρο
- αιθουσαίο νεύρο
- αιθουσαιοκοχλιακό νεύρο
- αιμορροϊδικό νεύρο
- ακουστικό νεύρο
- απαγωγό νεύρο
- αυτόνομα νεύρα
- αυχενικά νωτιαία νεύρα
- γαστροκνήμιο νεύρο
- γενειακό νεύρο
- γλουτιαία νεύρα
- γλωσσικό νεύρο
- γλωσσοφαρυγγικό νεύρο
- γναθιαία νεύρα
- γναθοϋοειδές νεύρο
- δακρυϊκό νεύρο
- δερματικά νεύρα
- διάμεσο νεύρο
- εγκάρσιο τραχηλικό νεύρο
- ζυγωματικό νεύρο
- ζυγωματοκροταφικό νεύρο
- ζυγοματοπροσωπικό νεύρο
- ηθμοειδές νεύρο
- θυροειδές νεύρο
- θωρακοραχιαίο νεύρο
- ινιακό νεύρο
- ισχιακό νεύρο
- καρδιακά νεύρα
- καρωτιδικό νεύρο
- κερκιδικό νεύρο
- κνημιαίο νεύρο
- κοινό κινητικό νεύρο
- κοινό περονιαίο νεύρο
- κοκκυγικό νεύρο
- κοχλιακό νεύρο
- λαγονοβουβωνικό νεύρο
- λαγονοϋπογάστριο νεύρο
- λαρυγγικό νεύρο
- λιθοειδές νεύρο
- μασητήριο νεύρο
- μασχαλιαίο νεύρο
- μέσο νεύρο
- μεσοπλεύριο νεύρο
- μεσόστεο νεύρο
- μετωπιαίο νεύρο
- μηριαίο νεύρο
- μηρογεννητικό νεύρο
- νωτιαίο νεύρο
- οπτικό νεύρο
- οσφυϊκά νεύρα
- οφθαλμικό νεύρο
- οφθαλμοκινητικό νεύρο
- οφθαλμορρινικό νεύρο
- παλίνδρομο αρθρικό νεύρο
- παλίνδρομο λαρυγγικό νεύρο
- παραπληρωματικό νεύρο
- πελματιαίο νεύρο
- περινεϊκό νεύρο
- περονιαίο νεύρο
- πνευμονογαστρικό νεύρο
- προσωπικό νεύρο
- πρωκτοκοκκυγικό νεύρο
- πτερυγοειδές νεύρο
- πτερνικό νεύρο
- ρινικό νεύρο
- ρινοϋπερώιο νεύρο
- σαφηνές νεύρο
- σπλαχνικά νεύρα
- συμπαθητικά νεύρα
- σφαγιτιδικό νεύρο
- τρίδυμο νεύρο
- τροχιλιακό νεύρο
- τυμπανικό νεύρο
- υπερκόγχιο νεύρο
- υπερπλάτιο νεύρο
- υπερτροχίλιο νεύρο
- υπερώια νεύρα
- υπινιακό νεύρο
- υπογάστρια νεύρα
- υπογλώσσιο νεύρο
- υποκόγχιο νεύρο
- υποπλάτιο νεύρο
- υποπλεύριο νεύρο
- υποτροχιλιακό νεύρο
- φαρυγγικό νεύρο
- φατνιακό νεύρο
- φρενικό νεύρο
- χειλικό νεύρο
- ωλένιο νεύρο
- ωτιαίο νεύρο
- ωτοκροταφικό νεύρο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ατσάλινα νεύρα ή ατσαλένια νεύρα
- βαστάω τα νεύρα μου
- βράζω απ' τα νεύρα μου
- γεμάτος νεύρο
- έγιναν τα νεύρα μου ζαρτιέρες
- έγιναν τα νεύρα μου κουρέλια
- έγιναν τα νεύρα μου κρόσσια
- έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια
- έγιναν τα νεύρα μου τιράντες
- έγιναν τα νεύρα μου τσατάλια
- είμαι με τα νεύρα στην πρίζα
- είμαι όλο νεύρα ή είμαι όλος νεύρα
- είμαι όλο νεύρο ή είμαι όλος νεύρο
- είναι πειραγμένα τα νεύρα μου ή έχω πειραγμένα νεύρα
- έχω γερά νεύρα
- έχω νεύρο
- έχω νεύρα
- έχω τα νεύρα μου
- έχω τα νεύρα πάνω απ' το κεφάλι
- έχουν σπάσει τα νεύρα μου ή έσπασαν τα νεύρα μου
- εξάπτω τα νεύρα κάποιου
- ηρέμησαν τα νεύρα μου
- καλμάρω τα νεύρα κάποιου
- με νεύρο
- με πειράζει στα νεύρα ή με χτυπάει στα νεύρα
- με πιάνουν τα νεύρα μου
- με τεντωμένα νεύρα ή με τεντωμένα τα νεύρα
- μου (τη) βαράει στα νεύρα
- μου διαλύει τα νεύρα
- μου (τη) δίνει στα νεύρα
- μου σπάει τα νεύρα
- μου σμπαραλιάζει τα νεύρα
- μου τσακίζει τα νεύρα
- μου τσιτώνει τα νεύρα
- παίζει με τα νεύρα μου
- πάνω στα νεύρα μου
- πόλεμος νεύρων
- σπάσιμο νεύρων
- σπάω τα νεύρα σε κάποιον
- τα νεύρα μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- απονευρωμένος
- απονεύρωση
- απονευρωτικός
- εκνευρίζω & συγγενικά
- νευρ-
- νευραλγία
- νευραλγικός
- νευράξονας
- νευρασθένεια
- νευρασθενής
- νευρασθενικός
- νευρο-
- νευρογλωσσολογία
- νευροδιαβιβαστής
- νευροκαβαλίκεμα
- νευροληπτικός
- νευρολογία
- νευρολογικός
- νευρολόγος
- νευρομυϊκός
- νευροπάθεια
- νευροπαθής
- νευροπαθολογία
- νευροπαθολογικός
- νευροπληξία
- νευρορραφή
- νευρόσπασμα
- νευρόσπαστο
- νευροτοξίνη
- νευροτροπισμός
- νευροφυσιολογία
- νευροφυτικός
- νευροχειρουργική
- νευροχειρουργός
- νευροψυχικός
- νευροψυχιατρική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- νεύρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νεύρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'νεύρο'.