μαξιλάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαξιλάρι | τα | μαξιλάρια |
γενική | του | μαξιλαριού | των | μαξιλαριών |
αιτιατική | το | μαξιλάρι | τα | μαξιλάρια |
κλητική | μαξιλάρι | μαξιλάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαξιλάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαξιλάρι, (μαξιλάριν) / μαξιλ(λ)άριον < λατινική maxillaris (του σαγονιού) < maxilla (σαγόνι) < mala (σαγόνι, μάγουλο) < → και δείτε maxilla στο αγγλικό Βικιλεξικό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.ksiˈla.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ξι‐λά‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαξιλάρι ουδέτερο
- αντικείμενο γεμισμένο από μαλακό υλικό (π.χ. υαλοβάμβακα ή πούπουλα) και ντυμένο εξωτερικά με ύφασμα που στηρίζει το κεφάλι κατά τον ύπνο
- (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο με παρόμοια κατασκευή, π.χ. τα κινητά εξαρτήματα στους καναπέδες πάνω στα οποία καθόμαστε ή στηρίζουμε την πλάτη μας
- (μεταφορικά) κάτι που απορροφά κραδασμούς
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) οτιδήποτε στηρίζει κάτι άλλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Όροι με μαξιλαρ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
ιδιωματικά:
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μαξιλάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαξιλάρι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- μαξιλάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαξιλάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
→ και δείτε τη λέξη μαξιλάριν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαξιλάρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του μαξιλάριν
- άλλες μορφές: μαξελάρι(ν)
Πηγές
[επεξεργασία]- μαξιλάρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Pernot, Hubert Octave Chansons populaires greques des XVe et XVIIe siècles, Παρίσι 1931, 32.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)