μακρο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακρο- < μακρός

Πρόθημα

[επεξεργασία]

μακρο-

  1. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν μεγάλη διάρκεια χρόνου
    μακροπρόθεσμος
    μακροζωία
  2. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν εξέταση ενός θέματος σε μεγάλο εύρος
    μακροοικονομία
  3. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν μεγάλο μήκος
    μακρομούρης, μακρομύτης, μακρομάλλης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]