μήλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μήλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μήλο τα μήλα
      γενική του μήλου των μήλων
    αιτιατική το μήλο τα μήλα
     κλητική μήλο μήλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μερικές ποικιλίες μήλων

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μήλο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μῆλον (στον Όμηρο, καρπός, πρόβατο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μή‐λο
ομόηχο: μύλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μήλο ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο εδώδιμος καρπός της μηλιάς (μηλέας)
  2. (στον πληθυντικό) τα μήλα του προσώπου: τα ζυγωματικά, το άνω τμήμα των παρειών
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη μήλα (παιδικό παιχνίδι με μπάλα)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]