λίμνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λίμνη | οι | λίμνες |
γενική | της | λίμνης | των | λιμνών |
αιτιατική | τη | λίμνη | τις | λίμνες |
κλητική | λίμνη | λίμνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λίμνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λίμνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leim-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈli.mni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐μνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λίμνη θηλυκό
- (γεωγραφία) μικρή ή μεγαλύτερη σε έκταση εδαφική κοιλότητα, που είναι γεμάτη με γλυκό νερό
- (μεταφορικά) συγκέντρωση μεγάλης ποσότητας κάποιου υγρού σε ένα σημείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- λίμνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λίμνη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
λῐμνᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | λίμνη | αἱ | λίμναι | |
γενική | τῆς | λίμνης | τῶν | λιμνῶν | |
δοτική | τῇ | λίμνῃ | ταῖς | λίμναις | |
αιτιατική | τὴν | λίμνην | τὰς | λίμνᾱς | |
κλητική ὦ! | λίμνη | λίμναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λίμνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | λίμναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Γνωρίζουμε την προσωδία από τον πληθυντικό όπως Λίμναι. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λίμνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leim-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λίμνη θηλυκό
- (γεωγραφία) λίμνη ή λιμνοθάλασσα
- δεξαμενή (τεχνητή)
- (ποιητικό) θάλασσα
- (με κεφαλαίο, στον ενικό ή πληθυντικό) τοπωνύμιο
- όπως αἱ Λίμναι (συνοικία της Αθήνας κοντά στην Ακρόπολη)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- λίμνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λίμνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γεωγραφία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)