λέων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λέων
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λέων οι λέοντες
      γενική του λέοντος των λεόντων
    αιτιατική τον λέοντα τους λέοντες
     κλητική λέων
λέον*
λέοντες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Δείτε και την κλίση του λέοντας.
Κατηγορία όπως «θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λέων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λέων, → δείτε και τη λέξη λιοντάρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λέων αρσενικό (θηλυκό λέαινα)

  • (λόγιο) λιοντάρι
    1. σε παγιωμένες εκφράσεις
      η πύλη των λεόντων της ακρόπολης των Μυκηνών
      ο Λέων της Χαιρώνειας, της Νεμέας, της Αμφίπολης
    2. συνήθως μεταφορικά ανδρείος, σπουδαίος
      Ήταν ο λέων της δημοσιογραφίας.
    3. → δείτε τη λέξη Λέων (όνομα, ζώδιο)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λιοντάρι



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λέων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λέων

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λέων αρσενικό (θηλυκό λεόντισσα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

επίσης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με λέων

με λεοντο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λεοντο- στο Βικιλεξικό όπως

→ και δείτε τη λέξη λεοντάριν για θέμα λεονταρ-



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λέων οἱ λέοντες
      γενική τοῦ λέοντος τῶν λεόντων
      δοτική τῷ λέοντ τοῖς λέουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λέοντ τοὺς λέοντᾰς
     κλητική ! λέον λέοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λέοντε
γεν-δοτ τοῖν  λεόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λέων < θέμα *λεϜοντ- χωρίς ικανοποιητική ετυμολογία. Πιθανολογείται δάνειο σημιτικής προέλευσης , όπως από την ακκαδική 𒌨 (labbu), την πρωτοσημιτική *labiʾ-en.wikt, αλλά μάλλον δεν ευσταθεί[1] όπως δείχνουν φωνητικές διαφορές. Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀩𐀺𐀠 (οργανική πληθυντικού *λέϜοντ-φι). Δείτε τους #Απογόνους, τη λατινική leo με νέο θέμα -n (leonis.
Η εικαζόμενη πιθανότητα αρχικού θέματος σε -ν (όπως δείχνει το θηλυκό λέαινα, και όχι λεοντσα > *λέουσα, δείτε και το «δράκων», δράκαινα), μάλλον δεν ευσταθεί, όπως φαίνεται στο θέμα σε -ντ της μυκηναϊκής.[2] Για τα nt-θέματα, με την επίδραση του θέματος της ενεργητικής μετοχής σε -ντ (-ων, -οντος) δείτε τον Chantrain (1933:268[3])

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λέων αρσενικό (θηλυκό λέαινα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

λέων (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: λέων, λέοντας
νέα ελληνικά: λέων
λατινικά: leō
ιταλικά: leone
και δείτε περισσότερους απογόνους στο αγγλικό Βικιλεξικό

Από το υποκοριστικό λεοντάριον (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: λεοντάριν, λιόντας
νέα ελληνικά: λεοντάρι, λιοντάρι, λιόντας

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. λέων σελ. 854 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. §212, σελ.268 - Chantraine, Pierre (1933). La formation des noms en grec ancien. Paris.