κουράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουράζω (αρχική σημασία: τιμωρώ με κούρεμα) < αρχαία ελληνική κουρά -κούρεμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kuˈɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κουράζω, αόρ.: κούρασα, παθ.φωνή: κουράζομαι, π.αόρ.: κουράστηκα, μτχ.π.π.: κουρασμένος
- προξενώ σε κάποιον σωματική ή ψυχική κούραση, καταπονώ
- ⮡ Με κούρασε το σκάψιμο όλη μέρα.
- ⮡ Με κουράζει αυτός ο άνθρωπος.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μην το κουράζεις άλλο: Μην ασχολείσαι άλλο με αυτό το ζήτημα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουράζω | κούραζα | θα κουράζω | να κουράζω | κουράζοντας | |
β' ενικ. | κουράζεις | κούραζες | θα κουράζεις | να κουράζεις | κούραζε | |
γ' ενικ. | κουράζει | κούραζε | θα κουράζει | να κουράζει | ||
α' πληθ. | κουράζουμε | κουράζαμε | θα κουράζουμε | να κουράζουμε | ||
β' πληθ. | κουράζετε | κουράζατε | θα κουράζετε | να κουράζετε | κουράζετε | |
γ' πληθ. | κουράζουν(ε) | κούραζαν κουράζαν(ε) |
θα κουράζουν(ε) | να κουράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κούρασα | θα κουράσω | να κουράσω | κουράσει | ||
β' ενικ. | κούρασες | θα κουράσεις | να κουράσεις | κούρασε | ||
γ' ενικ. | κούρασε | θα κουράσει | να κουράσει | |||
α' πληθ. | κουράσαμε | θα κουράσουμε | να κουράσουμε | |||
β' πληθ. | κουράσατε | θα κουράσετε | να κουράσετε | κουράστε | ||
γ' πληθ. | κούρασαν κουράσαν(ε) |
θα κουράσουν(ε) | να κουράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουράσει | είχα κουράσει | θα έχω κουράσει | να έχω κουράσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουράσει | είχες κουράσει | θα έχεις κουράσει | να έχεις κουράσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουράσει | είχε κουράσει | θα έχει κουράσει | να έχει κουράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουράσει | είχαμε κουράσει | θα έχουμε κουράσει | να έχουμε κουράσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουράσει | είχατε κουράσει | θα έχετε κουράσει | να έχετε κουράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουράσει | είχαν κουράσει | θα έχουν κουράσει | να έχουν κουράσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουράζομαι | κουραζόμουν(α) | θα κουράζομαι | να κουράζομαι | ||
β' ενικ. | κουράζεσαι | κουραζόσουν(α) | θα κουράζεσαι | να κουράζεσαι | ||
γ' ενικ. | κουράζεται | κουραζόταν(ε) | θα κουράζεται | να κουράζεται | ||
α' πληθ. | κουραζόμαστε | κουραζόμαστε κουραζόμασταν |
θα κουραζόμαστε | να κουραζόμαστε | ||
β' πληθ. | κουράζεστε | κουραζόσαστε κουραζόσασταν |
θα κουράζεστε | να κουράζεστε | (κουράζεστε) | |
γ' πληθ. | κουράζονται | κουράζονταν κουραζόντουσαν |
θα κουράζονται | να κουράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουράστηκα | θα κουραστώ | να κουραστώ | κουραστεί | ||
β' ενικ. | κουράστηκες | θα κουραστείς | να κουραστείς | κουράσου | ||
γ' ενικ. | κουράστηκε | θα κουραστεί | να κουραστεί | |||
α' πληθ. | κουραστήκαμε | θα κουραστούμε | να κουραστούμε | |||
β' πληθ. | κουραστήκατε | θα κουραστείτε | να κουραστείτε | κουραστείτε | ||
γ' πληθ. | κουράστηκαν κουραστήκαν(ε) |
θα κουραστούν(ε) | να κουραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κουραστεί | είχα κουραστεί | θα έχω κουραστεί | να έχω κουραστεί | κουρασμένος | |
β' ενικ. | έχεις κουραστεί | είχες κουραστεί | θα έχεις κουραστεί | να έχεις κουραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κουραστεί | είχε κουραστεί | θα έχει κουραστεί | να έχει κουραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κουραστεί | είχαμε κουραστεί | θα έχουμε κουραστεί | να έχουμε κουραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κουραστεί | είχατε κουραστεί | θα έχετε κουραστεί | να έχετε κουραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κουραστεί | είχαν κουραστεί | θα έχουν κουραστεί | να έχουν κουραστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κουρασμένος - είμαστε, είστε, είναι κουρασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κουρασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κουρασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κουρασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κουρασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κουρασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κουρασμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουράζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουράζω < αρχαία ελληνική κουρ(ά) (κούρεμα) + -άζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κουράζω
- τιμωρώ κάποιον κουρεύοντάς τον
- τιμωρώ γενικά
- ⮡ δὲ τὸ εὑρῆκε ἀπὸ ἀνθρώπους, ὁ Θεὸς νὰ τὸν κουράσει! (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- κουράζω, ταλαιπωρώ
- κάνω κάποιον καλόγερο
- ⮡ Τόν ἐκούρασαν μοναχόν (και λόγια ἐκάρη μοναχός (αόριστος τους κείρω -κόβω μαλλιά και απογυμνώνω, καταστρέφω)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Πήρε γρήγορα τη σημερινή σχετικά δυσάρεστη έννοια επειδή συνδέθηκε στο Βυζάντιο με το κούρεμα των μοιχαλίδων, των μοναχών και των κατάδικων
Παράγωγα
[επεξεργασία]- κουρασμένος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- κουράζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άζω (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)