καλάθι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καλάθη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλάθι τα καλάθια
      γενική του καλαθιού των καλαθιών
    αιτιατική το καλάθι τα καλάθια
     κλητική καλάθι καλάθια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα καλάθι γεμάτο μήλα.
Καλάθι απορριμμάτων.
Καλάθι για τα ψώνια.
Μοτοσικλέτα με καλάθι.
Καλάθι ή μπασκέτα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλάθι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλάθι / καλάθιον < ελληνιστική κοινή καλάθιον, υποκοριστικό για < αρχαία ελληνική κάλαθος. Δείτε και τη λατινική clathratus.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈla.θi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λά‐θι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλάθι ουδέτερο

  1. σκεύος από πλεγμένο καλάμι για προσωρινή αποθήκευση και μεταφορά αντικειμένων, όπως φρούτων και λαχανικών
  2. σκεύος μεταλλικό ή πλαστικό για την απόρριψη των απορριμμάτων
     συνώνυμα: κάλαθος των αχρήστων
  3. το πλαϊνό τμήμα τρίκυκλης μοτοσυκλέτας
  4. (αθλητισμός) κυκλικό στεφάνι από το οποίο κρέμεται δίχτυ και από το οποίο πρέπει να περάσει μέσα η μπάλα για να μετρηθεί ένας πόντος σε αγώνα καλαθοσφαίρισης
     συνώνυμα: μπασκέτα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε και τη λέξη κάλαθος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

με καλαθο-

με -κάλαθο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλάθι < καλάθιον < ελληνιστική κοινή καλάθιον, υποκοριστικό για < αρχαία ελληνική κάλαθος.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλάθι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]